Επιστημονικό όνομα: Pinus pinea
Περιγραφή
Η κουκουναριά είναι ένα μεσογειακό είδος πεύκου, με σχετικά κοντό κορμό και πλούσια σφαιρική κόμη, η οποία σε μεγάλη ηλικία μετατρέπεται σε ομπρελοειδή. Το ύψος της μπορεί να ξεπεράσει τα 25 μέτρα και να φθάσει έως και τα 35 μέτρα. Ο κορμός της είναι σκληρός, με βαθιές ρωγμές και χρώμα καστανό προς πορτοκαλί, που σκουραίνει προς τα ελάσματα. Έχει βλαστούς μετρίου μεγέθους (7 - 20 χιλιοστά), ανοιχτοκίτρινους και τραχείς, ενώ τα φύλλα της (βελόνες), πράσινα στα ώριμα άτομα, έχουν κοτσάνι μήκους 1 - 1,5 εκατοστού σε δέσμες των δύο φύλλων και φθάνουν τα 10 - 28 εκατοστά.
Οι καρποί της (τα κουκουνάρια) είναι συμμετρικοί, ωοειδείς έως και σφαιρικοί, με μήκος 8 - 15 εκατοστά και πλάτος 5 - 12 εκατοστά (όταν είναι κλειστοί). Οι σπόροι, ωχροί καστανοί, καλύπτονται από ένα είδος σκόνης σαν στάχτη.
Η κουκουναριά απαιτεί καλά στραγγιζόμενα, αμμοαργιλώδη ή αργιλοαμμώδη εδάφη, αποφεύγοντας τα πολύ συμπαγή αργιλώδη. Δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στις μεγάλες μεταβολές της θερμοκρασίας, είναι ευπαθής στους παγετούς, έχει μικρές απαιτήσεις σε νερό και αντέχει στα άλατα της θάλασσας, για αυτό και αναπτύσσεται σε παραθαλάσσια μέρη. Είναι είδος φωτόφιλο, με μεγάλη εξάρτηση από τη διαθεσιμότητα ηλιακού φωτός, σε βαθμό μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα είδη ελληνικών πεύκων. Γενικώς, δεν είναι ανθεκτική σε οξείες περιβαλλοντικές πιέσεις και, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρουσιάζει δυσκολία αναγέννησης. Σε μεγάλη ηλικία, αντέχει στις έρπουσες πυρκαγιές, λόγω του χονδρού φλοιού της. Επίσης, λόγω της πυκνότητας και της ομπρελοειδούς διάταξης της κόμης της, σπάνια εμφανίζει θαμνώδη υπόροφο, με αποτέλεσμα τα δάση της να είναι λιγότερο εύφλεκτα.
Παλαιότερα, η οικονομική αξία των δασών της κουκουναριάς στηριζόταν στην πολύ καλή ποιότητα του ξύλου της για ναυπηγικούς σκοπούς και στην παραγωγή καρπών (του γνωστού κουκουναριού), για αυτό και πολλά δάση της προέρχονται από αναδασώσεις για παραγωγή ξύλου ή είναι φυτείες για παραγωγή σπόρων. Σήμερα, το ξύλο της κουκουναριάς δεν ζητείται πια για ναυπηγικούς σκοπούς, αλλά οι σπόροι της συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική και στη μαγειρική. Ωστόσο, η αισθητική αξία της, η οποία είναι εμμέσως και οικονομική, είναι πολύ μεγάλη λόγω της ιδιαίτερης ομορφιάς, αλλά και της σπανιότητας των δασών της. Οι συστάδες κουκουναριάς είναι πλέον σπάνιες στην Ελλάδα, καθώς το ενδιαίτημά τους συμπίπτει με εκείνο των παραθεριστικών κατοικιών κοντά στο κύμα.
Το δάσος της κουκουναριάς στη Στροφυλιά καταλαμβάνει μια επιμήκη έκταση και βρίσκεται στις πεδινές παραλιακές περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Το δάσος αποτελεί απομεινάρι των απέραντων, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, δασών της Βουπρασίας και της Δυμαίας Χώρας. Αποτελείται κυρίως από κουκουναριές, χαλέπιο πεύκη και κοινή βελανιδιά. Παρόλο που βρίσκεται σε φάση υποχώρησης και η αναγέννησή του είναι περιορισμένη λόγω συλλογής των σπερμάτων και βόσκησης, το δάσος της κουκουναριάς στη Στροφυλιά αντιπροσωπεύει το 80% τέτοιων δασών στην Ελλάδα και είναι το σπουδαιότερο της χώρας. Επίσης, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα δάσους τόσο μεγάλης έκτασης κοντά στη θάλασσα.
Στη Σκιάθο, το δάσος της Κουκουναριάς έχει μεγάλη κοινωνικοοικονομική αξία για τους κατοίκους της, καθώς, σε συνδυασμό με την αμμώδη παραλία που εκτείνεται μπροστά του, αποτελεί το μεγαλύτερο τουριστικό αξιοθέατο του νησιού.
Εξάπλωση
Η κουκουναριά εξαπλώνεται στη Νότια Ευρώπη, σε περιοχές με μεσογειακό κλίμα. Ειδικότερα, απαντά στην Αλβανία, στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κύπρο, στον Λίβανο, στην Πορτογαλία και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, απαντά στην παραμεσόγειο ζώνη, από την Πελοπόννησο έως τη Χαλκιδική. Δημιουργεί μικρής έκτασης δάση στην περιοχή της Αχαΐας της Πελοποννήσου (δάσος Στροφυλιάς), στον Σχινιά του Μαραθώνα Αττικής και στις «Κουκουναριές» της Σκιάθου. Σποραδικά, εμφανίζεται στη Σιθωνία, σε λόχμες, ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, καθώς και στο Άγιο Όρος. Επίσης σποραδικά, εμφανίζεται στην Κέρκυρα και σε άλλα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους και στα Δωδεκάνησα.
Καθεστώς προστασίας
Η κουκουναριά θεωρείται σπάνιο και απειλούμενο είδος στην Ευρώπη. Περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN) και προστατεύεται σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ.