Επιστημονικό όνομα: Aythya nyroca
Περιγραφή
Πρόκειται για μία σχετικά μικρή πάπια, μήκους περίπου 40 εκατοστών. Είναι από τις λιγότερο φανταχτερές πάπιες, με σχεδόν ομοιόχρωμη, σκούρα και καστανοκόκκινη εμφάνιση. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το λευκό χρώμα στο πίσω μέρος του σώματος και στην ουρά. Όταν πετάει, διακρίνεται ένα λευκό μπάλωμα στην κοιλιά της και μία πλατιά λευκή ράβδωση στις φτερούγες. Τα δύο φύλα είναι σχετικά όμοια, αν και το αρσενικό ξεχωρίζει από τον λίγο πιο ζωηρό χρωματισμό και από το λευκό μάτι. Συνηθίζει να βουτά για να βρει την τροφή της, η οποία αποτελείται από προνύμφες εντόμων, καρκινοειδή, μαλάκια, αλλά και υδρόβια φυτά.
Προτιμά τα ήσυχα μέρη των υγροτόπων με πλούσια υδρόβια βλάστηση και, κυρίως, τους εκτεταμένους καλαμώνες που διακόπτονται από διάσπαρτα τμήματα ανοιχτού νερού, όπου κρύβεται και φωλιάζει. Απαντά, επίσης, σε μικρές λίμνες με πυκνόφυτες όχθες, σε κανάλια, σε περιοχές με νούφαρα κ.λπ. Συνήθως, την παρατηρεί κανείς για λίγο, είτε να κάθεται στη άκρη των καλαμώνων, είτε να πετάει από το ένα άνοιγμα στο άλλο. Κατά τη μετανάστευση και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μικρά κοπάδια μπορεί να βρεθούν για μικρά χρονικά διαστήματα και σε πιο ανοιχτά νερά.
Είναι κυρίως μεταναστευτικό είδος που φωλιάζει σε εύκρατους υγροτόπους στην Eυρασία και διαχειμάζει στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, καθώς και στη Νότια Ασία. Αντίθετα με άλλα είδη πάπιας, η βαλτόπαπια συμπεριφέρεται κρυπτικά, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η απογραφή του συνολικού πληθυσμού της, τόσο κατά το φώλιασμα, όσο και κατά τη μετανάστευση.
Άλλοτε κοινό και ευρέως διαδεδομένο είδος, τις τελευταίες δεκαετίες η βαλτόπαπια έχει μειωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της ευρασιατικής εξάπλωσής της. Παρά την τεράστια έκταση στην οποία εξαπλώνεται, πολύ λίγα είναι τα σημεία όπου απαντά σε ικανοποιητικούς αριθμούς. Οι πληθυσμοί της είναι πλέον κατακερματισμένοι και πολύ μικροί, καθώς έχουν μειωθεί δραματικά, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αιφνιδιαστική μείωση ήταν τέτοια ώστε από είδος που κυνηγιόταν ελεύθερα, πέρασε στα προστατευόμενα είδη και στον κατάλογο των παγκοσμίως απειλούμενων ειδών της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (IUCN). Ενδεικτικά, ο πληθυσμός της στην πρώην Σοβιετική Ένωση μειώθηκε από 140.000 ζευγάρια το 1970, στα 5.200 μετά από 15 μόλις έτη. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο παγκόσμιος πληθυσμός της κυμαίνεται μεταξύ 163.000 και 257.000 ατόμων, ενώ στην Ευρώπη εκτιμάται ότι φωλιάζουν 12.000 - 18.000 ζευγάρια.
Παλαιότερα, στην Ελλάδα, η βαλτόπαπια ήταν κοινό και διαδεδομένο είδος. Σήμερα, όμως, απαντά σε πολύ μικρούς πληθυσμούς. Εκτιμάται ότι φωλιάζουν συνολικά 250 ζευγάρια, τα περισσότερα στη λιμνοθάλασσα της Ροδιάς στον Αμβρακικό Κόλπο. Τα υπόλοιπα εντοπίζονται σκόρπια κυρίως στους υγροτόπους της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ελάχιστα πιο νότια, έως τη λίμνη Στυμφαλία, στην Πελοπόννησο. Κατάλληλες περιοχές για το είδος είναι, επίσης, η λίμνη Χειμαδίτιδα στη Δυτική Μακεδονία και το μικρό έλος Καλοδίκι κοντά στην Πάργα. Τον χειμώνα απαντούν μικροί αριθμοί έως και στην Κρήτη, ενώ κατά τη μετανάστευση μπορεί να παρατηρηθούν ορισμένα σμήνη στη λίμνη Κερκίνη, στο δέλτα του Σπερχειού και αλλού.
Ο πληθυσμός που αναπαράγεται στον Αμβρακικό Κόλπο είναι μάλλον σταθερός και υπολογίζεται από 50 έως 80 ζεύγη. Το είδος φωλιάζει σε έλη στη ζώνη κατάκλυσης του Λούρου, κυρίως στη λιμνοθάλασσα της Ροδιάς και στη ζώνη πλημμυρών του Λούρου. Πιθανώς, να υπάρχει ένας μικρός αναπαραγόμενος πληθυσμός και στον υγρότοπο Φιδοκάστρου.
Οι λόγοι για τους οποίους η βαλτόπαπια βρέθηκε σε αυτή τη δύσκολη θέση, δεν είναι γνωστοί με βεβαιότητα, καθώς μόλις πριν από 30 έτη το είδος απαντούσε σε αφθονία. Ωστόσο, οι κυριότεροι λόγοι φαίνεται να είναι δύο: ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι το είδος προτιμούσε την περιφέρεια των υγροτόπων και τις μικρές, ρηχές λιμνούλες, όπου και φώλιαζε. Αυτές ακριβώς οι περιοχές έχουν γνωρίσει αποξηράνσεις, επιχωματώσεις και μετατροπές που έπληξαν τους ελληνικούς και λοιπούς ευρωπαϊκούς υγροτόπους. Ο δεύτερος λόγος αφορά στο κυνήγι, καθώς μεγάλοι αριθμοί ατόμων βαλτόπαπιας σκοτώνονταν εύκολα από κυνηγούς, οι οποίοι μάλιστα χαρακτήριζαν το είδος μάλλον «χαζό» και εύκολο να χτυπηθεί. Πιο αναλυτικά, ως κυριότερες αιτίες μείωσης των πληθυσμών της βαλτόπαπιας τα τελευταία έτη, εκτιμούνται οι ακόλουθες:
- Αποξήρανση και υποβάθμιση των υγροτόπων. Το είδος απαντά σε έλη και συνεπώς απειλείται από τη διαταραχή του υδρολογικού ισοζυγίου, από την αύξηση της αλατότητας και τη ρύπανση των υδάτων. Ως σπουδαιότεροι παράγοντες υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων του είδους αναφέρονται η εντατικοποίηση της γεωργίας, η υπεράντληση υδάτων, η υπερβόσκηση και η κατασκευή φραγμάτων.
- Λαθροθηρία. Παρά το γεγονός ότι η βαλτόπαπια δεν ανήκει στα θηραματικά είδη, πέφτει θύμα κυρίως λόγω της δυσκολίας των κυνηγών να διακρίνουν το είδος από άλλα είδη που θηρεύονται. Το πρόβλημα της λαθροθηρίας είναι ιδιαίτερα οξύ σε ορισμένες περιοχές (π.χ. στη Νότια Ήπειρο), στις οποίες το είδος καταδιώκεται αμέσως μετά από την αναπαραγωγική περίοδο, κατά την πτερόρροια ή κατά τη μετανάστευσή του από και προς την Αφρική. Υπάρχουν πληροφορίες και για αύξηση της θνησιμότητας από το κυνήγι στους τόπους διάβασης και διαχείμασης στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή.
- Παγίδευση σε δίχτυα ψαράδων. Το πρόβλημα εμφανίζεται σε έντονο βαθμό στη λίμνη Χειμαδίτιδα και επιτείνεται λόγω της λαθραλιείας στις λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα, λόγω της ύπαρξης μόνιμα τοποθετημένων διχτυών.
Εξάπλωση
Η βαλτόπαπια έχει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση. Φωλιάζει από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική έως τη Δυτική Κίνα και ξεχειμωνιάζει νότια των περιοχών αυτών, στην Αφρική νότια της Σαχάρας και στη Νότια Ασία έως το Μπαγκλαντές. Ωστόσο, η ευρεία αυτή εξάπλωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση του είδους, καθώς οι πληθυσμοί του φθίνουν.
Στην Ελλάδα, οι κυριότερες περιοχές για την αναπαραγωγή του είδους είναι η λιμνοθάλασσα Ροδιά και η ζώνη πλημμυρών του ποταμού Λούρου στον Αμβρακικό κόλπο, η λίμνη Χειμαδίτιδα και το έλος Καλοδικίου. Αναπαράγεται, επίσης, στις λίμνες Κερκίνης και Καστοριάς, καθώς και σε ορισμένους υγροτόπους της Θράκης. Το είδος έχει εξαφανισθεί από πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Μικρή Πρέσπα.
Καθεστώς προστασίας
Η βαλτόπαπια είναι ένα απειλούμενο είδος, το οποίο προστατεύεται σύμφωνα με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN). Προστατεύεται από το ΠΔ. 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς χλωρίδος και της άγριας πανίδος και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και ελέγχου της ερεύνης επ'αυτών», από την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών των αγρίων ζώων (1979) και από τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979).