Αιγωλιός, Ελατόμπουφος, Χαροπούλι

Επιστημονικό όνομα: Aegolius funereus

Περιγραφή

Πρόκειται για το μεγαλύτερο είδος από τα μικρόσωμα νυκτόβια αρπακτικά της Ευρώπης. Τα ενήλικα έχουν χρώμα σκούρο καφέ, με μικρές λευκές κηλίδες, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι γενικά λευκωπή με καφέ πιτσιλιές. Το πρόσωπο είναι θαμπό λευκό, με σχεδόν μαύρες άνω γωνίες και ανασηκωμένα λευκά φρύδια, που του προσδίδουν μια χαρακτηριστική έκφραση κατάπληξης. Η πτήση του χαρακτηρίζεται κυρίως από οριζόντιο πλανάρισμα, σε αντίθεση με αυτή της κουκουβάγιας. Το τραγούδι του, ένα διακριτικό σφύριγμα, θυμίζει φλάουτο. Δεν υπάρχει σεξουαλικός διμορφισμός ή εποχική παραλλαγή. Τα νεαρά άτομα διακρίνονται από τον ομοιόμορφο καστανοκόκκινο χρώμα τους και το λευκό πλαίσιο στο πρόσωπο.

Ο αιγωλιός είναι τυπικά δασόβιο είδος και συνήθως κουρνιάζει σε πυκνές συστάδες. Στη Ροδόπη έχει καταγραφεί σε ώριμα δάση κωνοφόρων και μικτά δάση, έως το υψόμετρο των 1.600, ενώ στον Παρνασσό, στην Οίτη και στον Όλυμπο σχετίζεται με τα δάση ελάτης ή πεύκης των μεγάλων υψομέτρων. Τρέφεται κυρίως με μικροθηλαστικά (ποντίκια και μυγαλές) και σε μικρότερο βαθμό με μικρά πουλιά και έντομα. Κυνηγά, τόσο σε πυκνά δασωμένες περιοχές, όσο και σε ανοίγματα, καλλιέργειες, λιβάδια ή ακόμα και κοντά σε μικρούς οικισμούς. Σε πολλές περιοχές της εξάπλωσής του, χρησιμοποιεί τις τρύπες που ανοίγει ο μαύρος δρυοκολάπτης (Dryocopus martius). Είναι βασικά μονογαμικό είδος, με τα θηλυκά να έχουν περισσότερο νομαδική συμπεριφορά. Γεννά κατά μέσο όρο 4 - 6 αβγά στα τέλη Απριλίου, τα οποία και επωάζει για σχεδόν 1 μήνα. Η περίοδος πτέρωσης των νεοσσών είναι περίπου 1 μήνας.

Εξάπλωση

Πρόκειται για διαδεδομένο είδος της Βόρειας Ευρώπης, με σποραδικούς πληθυσμούς στον νότο. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός είναι μεγάλος, αλλά αριθμεί λιγότερο από το 25% του παγκόσμιου. Υπολογίζεται σε περισσότερα από 110.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, με σταθερούς αριθμούς μεταξύ των ετών 1970 - 1990. Παρόλο που το είδος μειώθηκε σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, κατά τη δεκαετία 1990 - 2000, οι μεγάλοι πληθυσμοί της Σκανδιναβίας, Ρουμανίας και Ρωσίας παρέμειναν σταθεροί, ενώ οι τάσεις στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ήταν σταθερές ή αυξανόμενες. Η πρώτη αναγνώριση του είδους στην Ελλάδα έγινε το 1857 - 1858. Η εξάπλωσή του περιλαμβάνει τα όρη Παρνασσός, Οίτη και Όλυμπος, καθώς και την ορεινή περιοχή της Ροδόπης. Εκτιμάται ότι η Ροδόπη φιλοξενεί το σημαντικότερο τμήμα του πληθυσμού (μεγαλύτερη πυκνότητα και αριθμός).

Καθεστώς προστασίας

Το είδος παρουσίασε μείωση σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά εφόσον οι μεγάλοι πληθυσμοί στη Σκανδιναβία, Ρουμανία και Ρωσία παραμένουν σταθεροί, εντάσσεται στην κατηγορία ασφαλή. Το κυνήγι όλων των ειδών νυκτόβιων αρπακτικών έχει απαγορευθεί στην Ελλάδα από το 1969, χαρακτηρίζοντας τα είδη ως ωφέλιμα. Ο αιγωλιός περιλαμβάνεται στα ιδιαιτέρως προστατευόμενα είδη του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, των οποίων το κυνήγι απαγορεύεται αυστηρά.

Home   Close