Καρυοθραύστης, Καρυδοσπάστης

Επιστημονικό όνομα: Nucifraga caryocatactes

Περιγραφή

Ο καρυδοθραύστης είναι μικρό κορακοειδές πουλί, με μακρύ ράμφος, συμπαγές σώμα και κοντή ουρά. Το σώμα και το πρόσωπό του είναι σκουρόχρωμα, σχεδόν μαύρα, με λευκές κηλίδες. Η αμάρα είναι λευκή, όπως και μια ταινία στην άκρη της ουράς, δημιουργώντας τρεις ζώνες (λευκό - μαύρο - λευκό), στην κάτω επιφάνεια της ουράς, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα του είδους. Η πτήση του θυμίζει κίσσα (Garrulus glandarius), αλλά είναι μάλλον σταθερότερη, με λιγότερο σπασμωδικά χτυπήματα των πτερύγων, τόσο κατά τη διάρκεια της επίπεδης πτήσης, όσο και κατά την κυματοειδή. Περπατά στο έδαφος με πηδηματάκια. Είναι τόσο εδαφόβιο, όσο και δενδρόβιο είδος.

Ζει σε ορεινές περιοχές, φθάνοντας ως τα δασοόρια, όπου υπάρχει παρουσία κωνοφόρων και διαθεσιμότητα τροφής. Προτιμά κυρίως τα δάση ερυθρελάτης και ελάτης. Το διαιτολόγιο του περιλαμβάνει σπόρους, κάρυα (π.χ. φουντούκια), ασπόνδυλα (κυρίως έντομα και ειδικά προνύμφες μελισσών και σφηκών) και ορισμένες φορές μικρά σπονδυλωτά. Μάλιστα, η επιστημονική του ονομασία, τόσο στα λατινικά (nucifrangibulum), όσο και στα αρχαία ελληνικά (καρυοκατάκτης), αναφέρεται στην ικανότητά του να σπάει καρύδια. Κατά τη διάρκεια πληθυσμιακών εξάρσεων και μεταναστεύσεων είναι ουσιαστικά παμφάγος. Τον χειμώνα καταναλώνει τις προμήθειες που έχει αποθηκεύσει το φθινόπωρο (σπόρους και κάρυα). Οι καρποί αυτοί μεταφέρονται σε έναν υπογλώσσιο σάκο, που μπορεί να διασταλεί έως και 15 cm3. Οι κρύπτες με τις προμήθειες βρίσκονται γενικά στο έδαφος, σε μαλακό χώμα, κάτω από πεσμένα φύλλα, βρύα κ.λπ., στους κορμούς των πεσμένων δένδρων ή σε βράχους καλυμμένους με βρύα. Μετά την αποθήκευσή τους καλύπτονται πάντα με φύλλα, ξύλα, πέτρες κ.λπ.

Ο καρυοθραύστης είναι κοινωνικός και σχηματίζει σμήνη το φθινόπωρο, κατά τη διάρκεια συλλογής προμηθειών, στις «τελετουργικές συγκεντρώσεις» και τη μετανάστευση. Τον υπόλοιπο χρόνο, όμως, έχει μοναχικές συνήθειες ή ζει ανά ζευγάρια, πιστός στις επικράτειες όπου έχει αποθηκεύσει προμήθειες ζωτικής σημασίας για τη διαχείμασή του και την εκτροφή των νεοσσών. Είναι είδος μονογαμικό, με μακροχρόνιους πιθανώς δεσμούς. Η αναπαραγωγική συμπεριφορά του μοιάζει με των άλλων κορακοειδών, εκτός από την επώαση και την εκτροφή των νεοσσών, που πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής συμπεριφοράς του καρυοθραύστη είναι οι «τελετουργικές συγκεντρώσεις», που πραγματοποιούνται ίσως από τα μονήρη άτομα, ακριβώς πριν και κατά τη διάρκεια της κατασκευής της φωλιάς, καθώς και στα τέλη του καλοκαιριού. Έως 10 - 12 πουλιά συγκεντρώνονται σε μια επικράτεια και εκτελούν ένα πολύπλοκο τελετουργικό που περιλαμβάνει αμοιβαίες υποκλίσεις και καταδιώξεις, πάντα με τη συνοδεία ποικίλων καλεσμάτων. Ο πιο κοινός ήχος είναι ένα κρώξιμο σε υψηλότερη συχνότητα από αυτό της κουρούνας (Corvus corone). Το αρσενικό παράγει ένα τραγούδι που περιλαμβάνει σφυρίγματα, τιτιβίσματα, ήχους παφλασμού και κρότου ή μιμήσεις άλλων πουλιών.

Η αναπαραγωγική περίοδος είναι πολύ πρώιμη και έτσι σε πολλές περιοχές, η κατασκευή της φωλιάς και η πτέρωση μπορεί να πραγματοποιούνται σε χαμηλές θερμοκρασίες. Στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, η εναπόθεση των αυγών γίνεται στα τέλη Μαρτίου - αρχές Απριλίου, σε καλά κατασκευασμένη φωλιά (3 - 5 διακριτά στρώματα, που παρέχουν καλή μόνωση), συνήθως δίπλα σε κορμό κωνοφόρων. Το θηλυκό γεννά 3 - 4 αβγά, που επωάζει για περίπου 18 ημέρες. Από την εκκόλαψη έως την πτέρωση των νεοσσών περνούν 24 - 25 ημέρες. Η περίοδος εξάρτησης των νεοσσών από τους γονείς είναι ιδιαίτερα μεγάλη, φθάνοντας τις 119 ημέρες. Τα νεαρά άτομα, μετά την ανεξαρτητοποίησή τους (Ιούλιος), έχουν στη διάθεσή τους 6 - 8 εβδομάδες για να επιλέξουν την επικράτειά τους και να αρχίσουν την αποθήκευση τροφής.

Εξάπλωση

Ο καρυοθραύστης είναι διαδεδομένο είδος στη βόρεια Ευρώπη και απαντά σποραδικά στα ορεινά της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ευρωπαϊκή εξάπλωση περιλαμβάνει λιγότερο από το 50% της παγκόσμιας. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός είναι μεγάλος με περισσότερα από 400.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Η πρώτη καταγραφή της αναπαραγωγής του είδους στην Ελλάδα έγινε το 1966 στη Ροδόπη. Κατά την επόμενη δεκαετία, διαπιστώθηκε ότι ο καρυοθραύστης αναπαραγόταν σε όλη την οροσειρά, κατά μήκος των ελληνο-βουλγαρικών συνόρων, έως το όρος Όρβηλος στα ανατολικά. Στην κεντρική Ροδόπη φωλιάζει σε υψόμετρα 1.200-1.920, αλλά κυρίως πάνω από τα 1.500 μέτρα. Το σύνολο του αναπαραγωγικού πληθυσμού εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνει τα 50 - 100 ζευγάρια.

Καθεστώς προστασίας

Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός παρέμεινε σταθερός την περίοδο 1970 - 1990. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αρκετά μεγάλο ρωσικό πληθυσμό κατά την περίοδο 1990 - 2000, ο βασικός πληθυσμός της Ρουμανίας παρέμεινε σταθερός. Επομένως, το είδος θεωρείται σταθερό ή αυξανόμενο στο μεγαλύτερο ποσοστό της ευρωπαϊκής κατανομής και η κατάστασή του εκτιμάται ως ασφαλής. Το κυνήγι του καρυοθραύστη απαγορεύεται αυστηρά στην Ελλάδα, καθότι περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ (είδη πανίδας υπό αυστηρή προστασία) της κύρωσης της Σύμβασης της Βέρνης.

Home   Close