Επιστημονικό όνομα: Bonasa bonasia
Περιγραφή
Ανήκει στην οικογένεια τετραονίδες (Tetraonidae). Τα φύλα διαφέρουν μεταξύ τους (σεξουαλικός διμορφισμός), χωρίς εποχικές μεταβολές. Στο υποείδος B. bonasia rupestris της νότιας Ευρώπης, το αρσενικό είναι γενικά κοκκινο-καφέ στη ράχη, με γκρίζα και μεγάλη σαν βεντάλια ουρά, με σκουρότερη ζώνη στην άκρη της. Η κοιλιά είναι λευκωπή με μαύρα σημάδια, ενώ το στήθος και τα πλευρά έχουν πυρρόξανθο χρώμα. Το αρσενικό διακρίνεται εύκολα από το θηλυκό χάρη στο μαύρο λαιμό με λευκό πλαίσιο και στο μικρό στυτικό λοφίο. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά, αλλά έχουν πιο άτονα χρώματα.
Είναι δασόβιο είδος, που απαντά κυρίως σε μικτά δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλή φυτική κάλυψη. Οι αυξημένες απαιτήσεις του είδους σε ποικιλότητα ενδιαιτημάτων και οι σχετικά στατικές συνήθειες, υπαγορεύουν την ανάγκη διατήρησης σχετικά αδιατάρακτων δασών με χαμηλά επίπεδα εκμετάλλευσης. Η πτήση της αγριόκοτας, παρόμοια με πολλά συγγενή είδη, αφορά σε απότομη απογείωση με δυνατό θόρυβο, γρήγορο χτύπημα των πτερύγων και οριζόντιο ή καθοδικό πλανάρισμα.
Οι καρποφόροι θάμνοι φαίνεται να αποτελούν σπουδαίο στοιχείο του ενδιαιτήματος του είδους, ιδιαίτερα κατά το τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Τον χειμώνα, όπου υπάρχουν χιονοπτώσεις, η αγριόκοτα είναι δενδρόβιο είδος, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι ζει κυρίως στο έδαφος. Τρέφεται με φυτικές ύλες που περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία οφθαλμών, βλαστών, φύλλων, ανθέων, φρούτων, σπόρων κ.λπ., ανάλογα με την περιοχή και την εποχή. Στο διαιτολόγιό της περιλαμβάνονται ακόμη έντομα, κυρίως μυρμήγκια, διάφορα σκαθάρια, προνύμφες νυχτοπεταλούδων κ.λπ.
Από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο, οι δασόκοτες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ίουλους και οφθαλμούς δένδρων και θάμνων (π.χ. σημύδας, σκλήθρου, φουντουκιάς). Αργότερα (Απρίλιο - Μάιο), αναζητούν τα πράσινα τμήματα των φυτών (π.χ. αγριοφράουλας, σμέουρου), ενώ από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο η τροφή τους περιλαμβάνει κυρίως μικρά φρούτα (π.χ. Vaccinium myrtillus, Rubus idaeus, R. fruticosus, Crataegus monogyna, Prunus spinosa) και σπόρους (π.χ. ερυθρελάτης, σφενδαμιού, γαύρου, οξιάς).
Συνήθως σχηματίζουν μικρές ομάδες, που παραμένουν κοντά σε φυτική κάλυψη. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, τα αρσενικά παράγουν ένα ιδιαίτερα οξύ σφύριγμα, που ακούγεται σε μεγάλη απόσταση. Την άνοιξη (από τον Μάρτιο), η αγριόκοτα φωλιάζει σε προστατευμένες θέσεις κάτω από πυκνή βλάστηση και γεννά 7 - 11 αβγά, τα οποία κλωσάει το θηλυκό επί 25 ημέρες. Οι νεοσσοί πτερώνονται σε χρονικό διάστημα 30 - 40 ημερών.
Εξάπλωση
Πρόκειται για διαδεδομένο είδος της βόρειας Ευρώπης, αλλά η εμφάνισή του είναι πιο σποραδική στον νότο. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αποτελεί περίπου το ήμισυ του παγκόσμιου και υπολογίζεται σε περισσότερα από 2.500.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια, με σταθερούς αριθμούς μεταξύ των ετών 1970 - 1990. Παρόλο που το είδος μειώθηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (ειδικά στη Φινλανδία), ο μεγάλος πληθυσμός της Ρωσίας παρουσίασε αυξητική τάση κατά τη δεκαετία 1990 - 2000. Στην Ελλάδα, το είδος (υποείδος Bonasa bonasia rupestris) καταγράφηκε για πρώτη φορά επίσημα το 1964 στη Ροδόπη. Η εξάπλωσή του εντοπίζεται σε τρεις απομονωμένες περιοχές: στην ορεινή Δυτική και Κεντρική Ροδόπη (κυρίως πληθυσμός), στο όρος Τρικλάριο (1.652 m, νότια της Μικρής Πρέσπας) και στο δάσος του Λαϊλιά (1.849 m, βόρεια των Σερρών). Ο πληθυσμός στις Σέρρες αποτελεί τον νοτιότερο της Δυτικής Παλαιαρκτικής. Εκτιμάται ότι υπάρχουν συνολικά 100 - 200 ζευγάρια (1995 - 2000). Η τάση του πληθυσμού θεωρείται ελαφρά αρνητική, χωρίς όμως να υπάρχουν ικανοποιητικά δεδομένα.
Καθεστώς προστασίας
Το είδος μειώθηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (ειδικά στη Φινλανδία), αλλά ο μεγάλος πληθυσμός της Ρωσίας παρουσίασε αυξητική τάση μεταξύ 1990 και 2000. Συνεπώς, με ελαφρά αυξητική τάση, το είδος εντάσσεται στην κατηγορία Ασφαλή. Στην Οδηγία 79/409/ΕΟΚ περιλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ/2 που απαγορεύεται το κυνήγι τους στην Ελλάδα.