Επιστημονικό όνομα: Tetrao urogallus
Περιγραφή
Ιδιαίτερα ογκώδες πουλί, διακρίνεται εύκολα από τις χαρακτηριστικά πλατιές πτέρυγες και την ουρά, καθώς και από το βαρύ ράμφος του. Τα φύλα διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους (σεξουαλικός διμορφισμός), χωρίς να υπάρχουν εποχικές μεταβολές. Το αρσενικό είναι γενικά γκρίζο, με σκούρα καφέ ράχη, άσπρες ή γκριζωπές κηλίδες στους ώμους και πρασινωπό στήθος. Γύρω από τα μάτια φέρει έντονες κόκκινες, σαρκώδεις αποφύσεις, που σχετίζονται με την επίδειξη κατά τη φάση της αναπαραγωγής. Το θηλυκό είναι πιτσιλωτό, έχει μια χαρακτηριστική καστανόχρωμη κηλίδα στο στήθος και ραβδώσεις στην ουρά. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τα θηλυκά.
Παρόλο το μέγεθος του, ο αγριόκουρκος πετά με άνεση και ευκινησία σε πυκνές, δασώδεις περιοχές, μεταξύ των δένδρων ή πάνω από τις συστάδες τους. Συνήθως εναλλάσσει ενεργητική και παθητική πτήση. Γενικά, πετά αθόρυβα, αλλά όταν ξεπετάγεται από τις κούρνιες του στα φυλλώματα παράγει χαρακτηριστικούς ήχους. Είναι, επίσης, εκπληκτικά ευκίνητος όταν αναρριχάται στα κλαδιά.
Κατεξοχήν δασόβιο είδος, απαντά κυρίως σε δάση κωνοφόρων, σε πυκνές συστάδες ή σε ξέφωτα. Τρέφεται με φυτικές ύλες στο έδαφος (φύλλα, βλαστούς και καρπούς ειδών όπως η μυρτιά και τα βατόμουρα). Τον χειμώνα, ωστόσο, καταναλώνει, σε μεγάλο ποσοστό, βελόνες κωνοφόρων πάνω στα δένδρα. Οι νεοσσοί, αντίθετα, τρέφονται κυρίως με έντομα.
Είναι είδος πολυγαμικό, που εναλλάσσει, κατά περιόδους, κοινωνική και ατομική συμπεριφορά. Το μισό περίπου έτος σχηματίζει ομάδες. Κατά την έναρξη της αναπαραγωγής (τέλη χειμώνα - αρχές άνοιξης) και με την ανατολή του ήλιου, τα αρσενικά συνηθίζουν να καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις και ετοιμάζονται για την επίδειξη. Σε στάση χαρακτηριστική (άνοιγμα της ουράς σαν βεντάλια, φούσκωμα των φτερών και τέντωμα του λαιμού), παράγουν ήχους που μοιάζουν με χτυπήματα ξύλινου σήμαντρου και ακούγονται σε μεγάλη απόσταση. Οι φωλιές συνήθως κατασκευάζονται στο έδαφος σε πυκνή βλάστηση και δίπλα σε κορμό δένδρου. Τα θηλυκά γεννούν 7 - 11 αβγά την περίοδο μεταξύ Απριλίου - Μαΐου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο της περιοχής. Η επώαση κρατά 24 - 26 ημέρες και οι νεοσσοί πτερώνονται σε 2 - 3 μήνες.
Εξάπλωση
Πρόκειται για διαδεδομένο είδος της βόρειας Ευρώπης, που απαντά πιο σποραδικά στο νότο. Ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αποτελεί περίπου το 50% του παγκόσμιου και υπολογίζεται σε περισσότερα από 760.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια. Στην Ελλάδα, η πρώτη επίσημη επιβεβαίωση της ύπαρξης του είδους έγινε μόλις το 1966. Σχετικά πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι υπάρχουν τρεις διακριτές περιοχές εξάπλωσης του είδους: στη Δυτική Ροδόπη, στο δάσος του Λαϊλιά (1.849 m, βόρεια των Σερρών) και στον Άθωνα (2.030 m, Άγιο Όρος). Ο σημαντικότερος πληθυσμός συγκεντρώνεται στην περιοχή της Ροδόπης, σε υψόμετρο 1.000 - 1.900 και αριθμεί περίπου 330 - 380 άτομα. Το ενδιαίτημά του περιλαμβάνει πυκνά μικτά δάση, όπου κυριαρχεί η ερυθρελάτη, η δασική πεύκη, η οξιά και η ελάτη. Η πυκνότητα του πληθυσμού αυτού είναι 10 - 16 άτομα/km2 ανάλογα με το ενδιαίτημα. Στην περιοχή του Λαϊλιά έχουν καταγραφεί 20 - 30 άτομα σε μικτά δάση οξιάς και ελάτης, σε υψόμετρα 1.100 έως 1.600. Ο πληθυσμός στον Άθωνα εντοπίσθηκε το 1990, σε υψόμετρο 1.140 - 1.340. Πρόκειται και για το νοτιότερο πληθυσμό της εξάπλωσης του είδους στη Δυτική Παλαιαρκτική. Το 1998 ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός εκτιμήθηκε σε 225 - 313 ζευγάρια. Η τάση του πληθυσμού δεν είναι γνωστή.
Καθεστώς προστασίας
Παρόλο που το είδος μειώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στη Φινλανδία και Σουηδία), οι μεγάλοι πληθυσμοί της Ρωσίας και Νορβηγίας, παρέμειναν σταθεροί το χρονικό διάστημα 1990 - 2000. Συνεπώς, το είδος εντάσσεται στην κατηγορία ασφαλή. Στην Οδηγία 79/409/ΕΟΚ περιλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ/2 που απαγορεύεται το κυνήγι τους στην Ελλάδα.