Λιμνοθάλασσα Μουστού - Πάρνωνας
Δάσος μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Γενική άποψη του όρους Πάρνωνας Δάσος μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα Γενική άποψη του όρους Πάρνωνας Υγρότοπος Μουστού
Δάσος μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα
Φωτ. Αρχείο ΕΚΒΥ/Πέτρος Κακούρος
Γενική άποψη του όρους Πάρνωνας
Φωτ. Αρχείο ΕΚΒΥ/Λάμπρος Λογοθέτης
Δάσος μαύρης πεύκης στον Πάρνωνα
Φωτ. Αρχείο ΕΚΒΥ/Πέτρος Κακούρος
Γενική άποψη του όρους Πάρνωνας
Φωτ. Αρχείο ΕΚΒΥ/Λάμπρος Λογοθέτης
Υγρότοπος Μουστού
Φωτ. Αρχείο ΕΚΒΥ/Ελένη Φυτώκα

Η περιοχή του όρους Πάρνωνα - υγροτόπου Μουστού εκτείνεται κατά μήκος της Νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, ανατολικά της Σπάρτης προς το Λεωνίδιο και βορειοανατολικά της Σπάρτης προς το Άστρος. Διοικητικά υπάγεται στους Νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας. Στον Νομό Αρκαδίας περιλαμβάνει εκτάσεις των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Σκιρίτιδας, Λεωνιδίου, Τυρού και της Κοινότητας Κοσμά. Στον Νομό Λακωνίας περιλαμβάνει εκτάσεις των Δήμων Θεραπνών, Οινούντος, Γερονθών και της Κοινότητας Καρυών.

Πρόκειται για μια κατεξοχήν ορεινή περιοχή η οποία ορθώνεται από τη θάλασσα έως το ύψος των 1.934 μέτρων και διασχίζεται από πλήθος χειμάρρων. Ο συνδυασμός βουνού και θάλασσας, συνθέτει τοπία απαράμιλλου φυσικού κάλλους. Αν και ολόκληρη η περιοχή παρουσιάζει σπουδαία περιβαλλοντικά γνωρίσματα, ορισμένα επιμέρους τμήματά της ξεχωρίζουν για την οικολογική τους αξία.

Οι κορυφές του Πάρνωνα είναι ομαλές, αν και περισσότερες από δέκα ξεπερνούν σε ύψος τα 1.500 μέτρα, με ψηλότερη τη Μεγάλη Τούρλα (1.934 μέτρα) στα βόρεια. Στις κορυφές του, συγκεντρώνονται τα περισσότερα σπάνια και ενδημικά φυτά του όρους. Σπάνια και ενδημικά φυτά απαντούν, επίσης, στην Καστάνιτσα, στη Μονή Μαλεβής και νότια αυτής, στην Ορεινή Μελιγού και στον Άγιο Ιωάννη, στη χαράδρα Δαφνώνα Λεωνιδίου και στην περιοχή Μονών Ελώνης και Σίντζας, αλλά και στις περιοχές του Αγίου Βασιλείου, του Πλατανακίου και του Παλαιοχωρίου.

Στην περιοχή της Καστάνιτσας δεσπόζουν τα περίφημα δάση καστανιάς, ενώ στην περιοχή γύρω από τη Μονή Μαλεβής και κυρίως στα νότιά της, απαντά ένα από τα πιο αξιόλογα δάση δενδρόκεδρου, συνολικής έκτασης 740 στρεμμάτων, που έχει κηρυχθεί, από το 1980, Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης. Δάση δενδρόκεδρου μεγάλης οικολογικής αξίας απαντούν, επίσης, στις περιοχές Αγίου Βασιλείου, Πλατανακίου και Παλαιοχωρίου. Ιδιαίτερη γεωμορφολογική αξία παρουσιάζουν η χαράδρα Δαφνώνα Λεωνιδίου και η περιοχή Μονών Ελώνης και Σίντζας.

Η παράκτια ζώνη είναι πολυσχιδής και στο μεγαλύτερο μέρος της απότομη, με εξαίρεση τις αμμώδεις παραλίες στους όρμους Πουλίθρων, Λεωνιδίου και Άστρους. Κοντά στο Άστρος εκτείνεται ο υγρότοπος του Μουστού, ο μόνος αξιόλογου μεγέθους υγρότοπος στην Ανατολική Πελοπόννησο, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερης σπουδαιότητας για τα μεταναστευτικά πουλιά. Βόρεια του Μουστού υπάρχουν άλλοι τρεις μικροί υγρότοποι, ενώ στα νότια, ο σπουδαιότερος είναι ο υγρότοπος του κόλπου Φωκιανού.

Η περιοχή υπάχθηκε, σύμφωνα με τον Νόμο 3044/2002 (ΦΕΚ 197/Α/27.8.2002) στην περιοχή ευθύνης του Φορέα Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγρότοπου Μουστού, ο οποίος μετονομάστηκε σε Φορέα Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασιάς με τον Νόμο 4519/2018 ΦΕΚ 25/Α/20-2-2018 "Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών και άλλες διατάξεις". Με τον Ν. 4685/2020, ο Φορέας εντάχθηκε στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) και ενσωματώθηκε στην Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου.


Προβλήματα και δράσεις

Το έτος 2007, τα δασικά οικοσυστήματα στους πρόποδες του όρους Πάρνωνα από την πλευρά της Λακωνίας δέχθηκαν σοβαρό πλήγμα από τις πυρκαγιές της Πελοποννήσου, όπου κάηκαν 150.000 στρέμματα.

Το χρονικό διάστημα 2009-2012 στην περιοχή του Ταϋγέτου υλοποιήθηκε το έργο «Αποκατάσταση δασών  Όρους Πάρνωνα και κατευθύνσεις διατήρησης Όρους Ταΰγετου στη Λακωνία».

Το έργο αποσκοπούσε στην αειφορική διαχείριση του ορεινού χώρου της Λακωνικής πεδιάδας μέσω της αποκατάστασης των δασών του Πάρνωνα που επλήγησαν από τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007 και της ολοκλήρωσης της οικολογικής αποτύπωσης του Όρους Ταϋγέτου. Ειδικότερα, για τον Πάρνωνα έγινε α) μελέτη αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων σε 250 ha δάσους μαύρης πεύκης και μεικτού δάσους μαύρης πεύκης και ελάτης, και β) μελέτη εγκατάστασης προγράμματος παρακολούθησης της αποκατάστασης των δασών στον Πάρνωνα.

Με βάση τα αποτελέσματα του έργου: α) η επιτυχία των φυτεύσεων φαίνεται ότι είναι υψηλή εκτός από τις θέσεις χαμηλότερου υψομέτρου που ήταν ήδη γνωστό ότι αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους, β) τα αποτελέσματα των φυτεύσεων και οι γενικά αποδεκτές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, απουσία έντονων φαινομένων διάβρωσης), σε συνδυασμό με την συνεχή προστασία της περιοχής από τη βόσκηση και τις πυρκαγιές, επιτρέπουν την εκτίμηση ότι οι επεμβάσεις θα έχουν υψηλή επιτυχία και γ) εκτιμάται ότι ο συνδυασμός της επιτυχίας των φυτεύσεων με την εξελισσόμενη φυσική διαδοχή της βλάστησης θα οδηγήσει σε αποκατάσταση του τύπου οικοτόπου «(Υπο)Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα».

Το έργο υλοποιήθηκε από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, με τη συνεργασία του Δασαρχείου Σπάρτης, της Γενική Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ, της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Λακωνίας και του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων-Υγροτόπων του (ΕΚΒΥ). Χρηματοδοτήθηκε κατά 50% από πόρους του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου περιόδου 2004-2009 και 2009-2014 και κατά 50% από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

Το 2012 το ΕΚΒΥ σε συνεργασία με τον τότε Φορέα Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού, υλοποίησε το έργο «Επιστημονική αναγνώριση και αποτύπωση των επιμέρους μονάδων της λιμνοθάλασσας Μουστού και των λοιπών υγροτόπων του Οικολογικού Πάρκου και της ευρύτερης παράκτιας ζώνης του». Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον & Αειφόρος Ανάπτυξη».

Σκοπός του έργου ήταν η επιστημονική τεκμηρίωση των ορίων του υγροτοπικού συμπλέγματος και η διατύπωση προτεραιοτήτων για τη διατήρηση των υγροτοπικών λειτουργιών και αξιών του.

Στο πλαίσιο του έργου έγινε φυτοκοινωνιολογική έρευνα που συμπεριέλαβε:

  • Την σχέση ανάμεσα στις μονάδες βλάστησης-syntaxa, όπως προέκυψαν από την ταξινόμηση των δειγματοληψιών και στους τύπους οικοτόπων (τόσο της Οδηγίας 92/43 – Παράρτημα Ι, όσο και τους Ελληνικούς).
  • Την ταξινόμηση της βλάστησης. Η ταξινόμηση των 82 δειγματοληψιών βλάστησης που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μελέτης, οδήγησε στη δημιουργία 14 ομάδων δειγματοληψιών.
  • Τους τύπους οικοτόπων της περιοχής μελέτης. Στην περιοχή των δειγματοληψιών βρέθηκαν 11 τύποι οικοτόπων.

Οι εργασίες επιστημονικής οριοθέτησης* έγιναν με βάση τηλεπισκοπικά δεδομένα, εργασία πεδίου και άλλα δεδομένα, και συμπεριέλαβαν:

  • Την επιστημονική αναγνώριση των ορίων του υγροτοπικού συμπλέγματος για το έτος 2012.
  • Τη χαρτογράφηση των επιμέρους υγροτοπικών μονάδων του συμπλέγματος σε δύο χρονικές στιγμές (2012, 2003) και την εκτίμηση της έκτασης του υγροτοπικού συμπλέγματος κατά το έτος 1973.
  • Τη χαρτογράφηση χρήσεων / καλύψεων γης της παράκτιας ζώνης σε τρεις χρονικές στιγμές (2011, 2002, 1972), και δ) τη χαρτογράφηση αλλαγών.

*Φυτώκα, Ελένη και Λένα Χατζηιορδάνου. Συντονίστριες. 2012. Επιστημονική αναγνώριση των ορίων και χαρτογράφηση του υγροτοπικού συμπλέγματος του Οικολογικού Πάρκου Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού και της ευρύτερης περιοχής του. Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας / Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων (ΕΚΒΥ). Θέρμη, 46 σελ.

Με βάση τα αποτελέσματα της χαρτογράφησης, η έκταση του υγροτοπικού συμπλέγματος κατά τα τελευταία 40 έτη (1973-2012) μειώθηκε κατά 44%, γεγονός που οφείλεται στην επέκταση μόνιμων δενδρωδών καλλιεργειών. Σε αυτές τις χρήσεις / καλύψεις γης, μετατράπηκαν κυρίως οι εκτάσεις πέριξ της Λιμνοθάλασσας Μουστού. Μικρότερες εκτάσεις μετατράπηκαν σε αγροικίες και αστική οικοδόμηση. Σε αστική γη μετατράπηκε κυρίως η υγροτοπική περιοχή Ατσίγγανος.

Κατά το διάστημα 2003 - 2012, η υγροτοπική έκταση μειώθηκε μόλις κατά 3 % γεγονός που μπορεί να αποδοθεί και στην αποτελεσματικότητα της εποπτείας που ασκεί ο Φορέας Διαχείρισης.

Τέλος, διατυπώθηκαν οι κατευθύνσεις και οι προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν για τη διατήρηση του υγροτόπου, οι οποίες συμπεριέλαβαν: 1) το νομικό πλαίσιο που διέπει τη διατήρηση του υγροβιότοπου, 2) τον επαναπροσδιορισμό της οριοθέτησης των ζωνών της προστατευόμενης περιοχής, 3) προτεινόμενες ρυθμίσεις για τη διέλευση των οχημάτων, 4) την ενίσχυση ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού και 5) την ενθάρρυνση υιοθέτησης αγροπεριβαλλοντικών μέτρων.

Το έργο LIFE+ ΦΥΣΗ LIFE07 NAT/GR/000286 με τίτλο «Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR2520006) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης» (LIFE PINUS) υλοποιήθηκε το διάστημα 2009-2014 από το ΕΚΒΥ, το Δασαρχείο Σπάρτης/Αποκεντρωμένη Διοίκηση Πελοποννήσου-Δυτικής Ελλάδας & Ιονίου, τον Φορέα Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγρότοπου Μουστού και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας - Θράκης. To έργο χρηματοδοτήθηκε από τη ΓΔ Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, τον δικαιούχο και τους εταίρους.

Στο πλαίσιο του έργου έγιναν:

  • Αποτίμηση των συνεπειών της πυρκαγιάς του 2007 στον τύπο οικοτόπου «(Υπο-) Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα».
  • Επίδειξη της εφαρμογής μιας δομημένης προσέγγισης για την αποκατάσταση του τύπου οικοτόπου προτεραιότητας «(Υπο-) Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα» με κωδικό *9530.
  • Αποκατάσταση 290 ha του τύπου οικοτόπου προτεραιότητας «(Υπο-) Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά μαυρόπευκα» στον Τόπο Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) GR2520006 Όρος Πάρνωνας (και περιοχή Μαλεβής)» που αντιστοιχεί στο 68% της καμένης έκτασης του τύπου οικοτόπου στον ΤΚΣ.
  • Παρακολούθηση και αξιολόγηση της αποκατάστασης.

Τον Μάϊο του 2014, το έργο LIFE PINUS και διακρίθηκε ως μία από τις έξι καλύτερες παρεμβάσεις διατήρησης της φύσης, στα βραβεία «NATURA 2000» που απονέμει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 5 Ιουνίου 2014, Παγκόσμια Μέρα Περιβάλλοντος, βραβεύθηκε επίσης με το Bραβείo Περιβαλλοντικής Ευαισθησίας ΟΙΚΟΠΟΛΙΣ 2014 η επικοινωνιακή εκστρατεία του έργου, επίκεντρο της οποίας υπήρξε η ταινία «Το ταξίδι του σπόρου».

Τελευταία ενημέρωση: Μάρτιος 2024

Η ευρύτερη περιοχή προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή και την Εθνική Νομοθεσία. Αναλυτικά:

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Τμήματα της ευρύτερης περιοχής εντάσσονται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000. Συγκεκριμένα στην περιοχή έχουν οριστεί οι ακόλουθες Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (SAC):

  • «Λιμνοθάλασσα Μουστού» (GR2520003)
  • «Μονή Ελώνας και Χαράδρα Λεωνιδίου» (GR2520005)
  • «Όρος Πάρνωνας (και Περιοχή Μαλεβής» (GR2520006)

 

ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Χαρακτηρισμοί προστατευόμενων περιοχών:

Διατηρητέα μνημεία της φύσης

Το έτος 1980 κηρύχθηκε ως διατηρητέο μνημείο της φύσης μια συστάδα δάσους juniperus drupacea έκτασης 740 στρεμμάτων, με την ονομασία «Το Δάσος Δενδρόκεδρων στην Κυνουρία Αρκαδίας» (ΦΕΚ 121/Δ/21.02.1980)

Καταφύγια Άγριας Ζωής

Στην περιοχή του Νομοδασαρχείου Λακωνίας ιδρύθηκε το έτος 1976 το μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων «Κουφοβούνι - Τσικούλιο (Βαμβακούς - Καστανίτσας)» με το ΦΕΚ 599/Β/30.04.1976, όπου απαγορεύεται επ’ αόριστο η θήρα όλων των θηραμάτων.

Στην περιοχή Παλαιοπαναγιάς περιφέρειας Κοινοτήτων Μελιγούς κ.λπ. Επαρχίας Κυνουρίας ιδρύθηκε το έτος 1979 το μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων «Μονή Παλαιοπαναγιάς (Μελιγούς - Κορακοβουνίου - Άστρους)» (ΦΕΚ 520/Β/30.05.1979), όπου απαγορεύεται για αόριστο χρόνο η θήρα κάθε θηράματος στις περιοχές Φονεμένοι - Κούτσουρα - Μπασιώτη - Επτά Πλατάνια κ.λπ. Κοινότητας Αγίου Πέτρου Κυνουρίας, σε έκταση 6.500 στρεμμάτων.

Στη θέση Κάτω Κορομηλιά, περιοχής Δήμου Λεωνιδίου, Νομού Αρκαδίας ιδρύθηκε το 1976 το μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων «Κορομηλιά - Βασκίνας Δήμου Λεωνιδίου» (ΦΕΚ 604/Β/20.04.1976), όπου απαγορεύεται η θήρα κάθε θηράματος επ’ αόριστον. Το 2001 με το ΦΕΚ 329/Β/28.03.2001 τροποποιήθηκαν τα ανατολικά όρια του καταφυγίου και αυξήθηκε η έκτασή του κατά 1.800 στρέμματα.

Στην περιοχή της Λίμνης Μουστού ιδρύθηκε το έτος 1979 το μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων «Υγροβιότοπος Μουστού Δημοτικού Διαμερίσματος Μελιγούς και Κορακοβουνίου Δήμου Βόρειας Κυνουρίας» έκτασης 1.740 στρεμμάτων (ΦΕΚ 686/Β/17.08.1979). Το 2001 τροποποιήθηκαν τα όρια του καταφυγίου και αυξήθηκαν κατά 4.160 στρέμματα (από 1.740 στρέμματα σε 5.900) με το ΦΕΚ 329/Β/28.03.2001.

Στις περιοχές Φονεμένοι - Κούτσουρα - Μπασιώτη - Επτά Πλατάνια κλπ. της  Κοινότητας Αγίου Πέτρου Κυνουρίας ιδρύθηκε το έτος 1985 το μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων  «Φονεμένοι - Κούτσουρα (Αγίου Πέτρου Επ. Κυνουρίας)», σε έκταση 6.500 στρεμμάτων με το ΦΕΚ 566/Β/24.09.1985.

Το 2001 ιδρύθηκε το καταφύγιο άγριας ζωής «Φαράγγι Μαζιάς Δημοτικών Διαμερισμάτων Καστανίτσας και Πραστού Δήμου Βόρειας Κυνουρίας» με το ΦΕΚ 329/Β/28.03.2001

Το 2005 ιδρύθηκε το καταφύγιο άγριας ζωής «Άγ. Ιωάννης - Αγ. Γεώργιος περιοχή Λαδά, Καρβελίου, Αρτεμησίας Δήμου Καλαμάτας» με το ΦΕΚ 1087/Β/02.08.2005.

Μέτρα προστασίας:

Με την Κ.Y.A. υπ' αριθμ. 33999 Kαθορισμός χρήσεων όρων και περιορισμών δόμησης για την προστασία χερσαίων και υδάτινων εκτάσεων των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Λεωνιδίου, Σκιρίτιδας και Τυρού του Ν. Αρκαδίας, των Δήμων Θεραπνών, Οινούντος και Γερόνθρων του Ν. Λακωνίας και των κοινοτήτων Κοσμά (Ν. Αρκαδίας) και Καρυών (Ν. Λακωνίας) της περιοχής όρους Πάρνωνα-υγροτόπου Μουστού (ΦΕΚ 353/ΑΑΠ/6-9-2010) και τροποποίηση αυτής (ΦΕΚ 160/ΑΑΠΘ/16-6-2011 και ΦΕΚ 126/ΑΑΠ/15.4.2013), καθορίστηκαν μέτρα για την προστασία της φύσης και καθορίστηκαν 2 Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης, 8 Περιοχές Προστασίας της Φύσης και περιοχές προστασίας ρεμάτων. Αναλυτικά:

Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης:

  • «Συστάδα δενδρόκεδρου (Juniperus drupaceae) Μονής Μαλεβής»
  • «Υγρότοπος Μουστού»

Περιοχές Προστασίας της Φύσης:

  • «Δάση δενδρόκεδρου Πραστού»
  • «Δάση δενδρόκεδρου Αγίου Βασιλείου-Πλατανακίου»
  • «Δάση δενδρόκεδρου Παλαιοχωρίου»
  • «Σημαντική περιοχή χλωρίδας Αγίου Ιωάννη-Ορεινής Μελιγούς»
  • «Σημαντική περιοχή χλωρίδας Κορυφών Πάρνωνα»
  • «Σημαντική περιοχή χλωρίδας Μαζιάς-Κοντολινάς»
  • «Περιοχή Χαράδρας Δαφνώνα και Μονών Έλωνας και Σίντζας»
  • «Υγρότοπος Μουστού»

Περιοχές Προστασίας Ρεμάτων:

Καθορίστηκαν γραμμικές περιοχές προστασίας κατά μήκος των ρεμάτων Δαφνώνα, Βρασιάτη και Τάνου και εκατέρωθεν των όχθεων τους πλάτους 50 μέτρων.

Η ισχύς της παραπάνω απόφασης παρατάθηκε το έτος 2013 για ένα ακόμη έτος με το ΦΕΚ 156/10.05.2013.

 

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΤΟΥ ΕΚΒΥ

Η Λίμνοθάλασσα Μουστού περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Ελληνικών Υγροτόπων του ΕΚΒΥ (Φυτώκα κ.άλ., 2000*) με ονομασία «ΛΘ. ΜΟΥΣΤΟΣ ή ΜΟΥΣΤΟΥ», κωδικό GR252301000 και τυπολογία κατά Ramsar «Παράκτια υφάλμυρη / αλμυρή λιμνοθάλασσα».

* Φυτώκα, Ελένη, Θ. Παρτόζης, Δ. Χουβαρδάς, Π.Α. Γεράκης και Μ. Καρτέρης. 2000. Απογραφή Ελληνικών Υγροτόπων στο πλαίσιο του έργου «Ενημέρωση και Εμπλουτισμός Εθνικής Βάσης Δεδομένων για τους Ελληνικούς Υγροτόπους». Βάση Δεδομένων. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Τελευταία ενημέρωση: Μάρτιος 2024

Βλάστηση-Χλωρίδα

Στις υψηλότερες κορυφές του Πάρνωνα, συνήθως πάνω από τα 1.700 μέτρα, σχηματίζεται μια ζώνη γυμνή από δένδρα, η οποία καλύπτεται από λιβάδια με αγκαθωτούς θάμνους και αγρωστώδη φυτά. Πρόκειται για την ορεινή μεσογειακή ή ψευδοαλπική ζώνη.

Χαμηλότερα, τα δάση των ορεινών κωνοφόρων σχηματίζουν μια εκτεταμένη ζώνη, η οποία αρχίζει περίπου στα 700 - 800 μέτρα και φθάνει έως τα 1.700 - 1.800 μέτρα. Τα δάση αυτά αποτελούνται από τρία είδη κωνοφόρων: τη μαύρη πεύκη (Pinus nigra ssp. pallasiana) που κυριαρχεί στο βόρειο τμήμα της περιοχής και φυτρώνει στις πιο θερμές και ηλιόλουστες πλαγιές, την κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica) που κυριαρχεί στο νότιο τμήμα καταλαμβάνοντας τα ψηλότερα μέρη, τους βόρειους προσανατολισμούς και τις δροσερές χαράδρες και, τέλος, το δενδρόκεδρο ή δρυποφόρο άρκευθο (Juniperus drupacea), είδος περισσότερο ανθεκτικό στη βόσκηση, που σχηματίζει κατά τόπους αμιγείς ή μικτές (με μαύρη πεύκη ή και έλατα) συστάδες.

Στον Πάρνωνα, τα δάση των φυλλοβόλων δρυών εμφανίζονται μόνο κατά τόπους, και εφόσον το έδαφος το επιτρέπει, χωρίς να σχηματίζουν ιδιαίτερη ζώνη μεταξύ των μεσογειακών θαμνώνων και των ορεινών κωνοφόρων, όπως συμβαίνει σε άλλα βουνά. Το μεγαλύτερο δάσος φυλλοβόλου δρυός στην περιοχή βρίσκεται γύρω από το χωριό Καρυές και απαρτίζεται κυρίως από πλατύφυλλη δρυ ή μεσέ (Quercus frainetto). Το ίδιο συμβαίνει και με τα δάση καστανιάς (Castanea sativa), τα οποία εμφανίζονται επίσης κατά τόπους, σε όξινα εδάφη, όπως στις πλαγιές γύρω από τα χωριά Καστάνιτσα, Άγιος Πέτρος, Κοσμά και Καστρί.

Το μοναδικό σε ολόκληρο τον Πάρνωνα δάσος χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis) εκτείνεται στις δυτικές πλαγιές του, κοντά στο χωριό Καλλιθέα και φέρει έντονα τα σημάδια της ρητίνευσης που γινόταν παλαιότερα στα ώριμα δένδρα.

Οι μεσογειακοί θαμνώνες (μακκία) καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες πλαγιές του βουνού, από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 700 - 800 μέτρα. Σε πολλές περιοχές του Πάρνωνα, οι μεσογειακοί θαμνώνες έχουν περιορισθεί εξαιτίας της φωτιάς και της υπερβόσκησης και έχουν αντικατασταθεί από φρυγανική βλάστηση. Σε άλλες θέσεις, οι θάμνοι έχουν εκχερσωθεί για να μετατραπούν σε ελαιώνες και αμπελώνες.

Στους χειμάρρους και στα ρέματα της περιοχής κυριαρχεί η αζωνική βλάστηση, η οποία αποτελείται κυρίως από πλατάνια (Platanus orienalis), λευκές ιτιές ή ασημοϊτιές (Salix alba), πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus - castus). Στους γκρεμούς του Πάρνωνα παρατηρείται ένας άλλος ιδιόμορφος τύπος βλάστησης, η λεγόμενη χασμοφυτική βλάστηση, η οποία αποτελείται από φυτά ειδικά προσαρμοσμένα να φυτρώνουν και να επιβιώνουν σε σχισμές βράχων.

Τέλος, στην παράκτια ζώνη και κυρίως στα υγροτοπικά συστήματα της περιοχής απαντούν υδρόφιλη, αμμόφιλη και αλοφυτική βλάστηση, καλαμώνες, καθώς και συστάδες με αρμυρίκια και φρύγανα.

Από άποψη χλωρίδας, ο Πάρνωνας αποτελεί έναν ακόμη βοτανικό παράδεισο της Ελλάδας. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί περισσότερα από 600 είδη και υποείδη φυτών, ενώ εκτιμάται ότι ο αριθμός τους ξεπερνά τα 900 είδη. Από τα είδη που έχουν καταγραφεί έως σήμερα, τα 12 είναι τοπικά ενδημικά (π.χ. η νεπέτα του Ορφανίδη Nepeta orphanidea, ο στάχυς ο χρυσανθής Stachys chrysantha, η κενταύρια του Πάρνωνα Centaurea athoa ssp. parnonia, ο αγριοπανσές του Πάρνωνα Viola parnonia, η ασπέρουλα της Ελόνης Asperula elonea), 86 είναι ενδημικά της Πελοποννήσου π.χ. η αχίλλεια του Ταϋγέτου Achillea taygetea, η ασπέρουλα του Ταϋγέτου Asperula taygetea, το κεράστιο το πάλλευκο Cerastium candidissimum, το γυψόφιλο το νάνο Gypsophila nana, το τσάι του Μαλεβού Sideritis clandestina, το αγριογαρύφαλλο το διανθές Dianthus biflorus, ο βόλανθος ο λακωνικός Bolanthus laconicus), ενώ 11 είδη είναι σπάνια για τη χώρα μας, με σπουδαιότερα τον δενδρόκεδρο (Juniperus drupacea)–ο Πάρνωνας είναι η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη όπου εμφανίζεται– και το ασιατικό είδος θάλικτρο το ανατολικό (Thalictrum sp.).


Πανίδα

Η περιοχή χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πανίδα. Ορισμένα από τα είδη ζώων που έχουν καταγραφεί στην περιοχή περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και άλλα περιέχονται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων, στη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979) και στο Προεδρικό Διάταγμα 67/1981. Στα ενδημικά, απειλούμενα, σπάνια και προστατευόμενα είδη που απαντούν στην περιοχή συγκαταλέγονται 12 είδη θηλαστικών, 53 είδη πουλιών, 2 είδη ψαριών, 20 είδη ερπετών, 6 είδη αμφιβίων και 17 είδη ασπονδύλων. Ειδικότερα:

Θηλαστικά: Σήμερα, στον Πάρνωνα απαντούν τα συνήθη σε όλη την Ελλάδα είδη θηλαστικών, όπως το τσακάλι (Canis aureus), ο ασβός (Meles meles), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο λαγός (Lepus europaeus), ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus europaeus), διάφορα είδη νυχτερίδων και τρωκτικών.

Πουλιά: Έχουν καταγραφεί 217 είδη πουλιών, 53 από τα οποία είναι σπάνια, απειλούμενα και προστατευόμενα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα είδη χρυσαετός (Aquila chrysaetos), φιδαετός (Circaetus gallicus), πετρίτης (Falco peregrinus), μπούφος (Bubo bubo), στεπόκιρκος (Circus macrourus), τσίφτης (Milvus migrans), χιονότσιχλα (Turdus torquatus) και ο πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea) στον υγρότοπο του Μουστού.

Ερπετά και αμφίβια: Στην περιοχή απαντούν 2 είδη χερσαίων χελωνών (η κρασπεδωχελώνα Testudo marginata και η μεσογειακή χελώνα Testudo hermanni), 10 είδη σαυρών (Anguis cephallonicus, Ophisaurus apodus, Cyrtodactylus kotchi bibroni, Ophiomorus punctatissimus, Lacerta graeca, Lacerta trilineata, Podarcis erhardi livadiacai, Podarcis muralis albanica, Podarcis taurica ionica, Podarcis peloonnesiaca) και 7 είδη φιδιών (η δενδρογαλιά Coluber gemonensis, το σπιτόφιδο Elaphe situla, ο λαφιάτης Elaphe quatuorlineata, ο σαπίτης Malpolon monspessulanus, το νερόφιδο Natrix tessellata, η οχιά Vipera ammodytes και το είδος Coronella austriaca). Όσον αφορά στα αμφίβια, απαντούν ο χωματόφρυνος (Bufo bufo), ο πράσινος φρύνος (Bufo viridis), ο δενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο βάτραχος των ρυακιών (Rana graeca), ο ευκίνητος βάτραχος (Rana dalmatina) και ο λιμνοβάτραχος (Rana ridibunda).

Ασπόνδυλα: Λόγω της ανεπαρκούς μελέτης τους στην περιοχή, έως σήμερα έχουν καταγραφεί μόλις 21 είδη, ενώ εκτιμάται ότι στην πραγματικότητα ο αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος. Από αυτά, 11 είδη είναι ενδημικά της Ελλάδας και 6 προστατεύονται από την εθνική ή τη διεθνή νομοθεσία. Ενδεικτικά αναφέρονται η πεταλούδα Zerynthia polyxena, η νυχτοπεταλούδα Hyles euphorbiae και τα ισόποδα Armadillidium kalamatense και Armadillidium tripolitzense.

Ο υγρότοπος του Μουστού έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανάπαυση και το φώλιασμα των πτηνών, κυρίως των μεταναστευτικών. Ο Μουστός είναι ο πρώτος υγρότοπος που συναντούν τα μεταναστευτικά πουλιά που ακολουθούν τις ανατολικές ακτές της Ελλάδας στη διαδρομή τους προς τον βορρά. Μεταξύ των σπουδαίων ειδών πτηνών που απαντούν στην περιοχή, επισημαίνεται η παρουσία του πορφυροτσικνιά (Ardea purpurea).

Τελευταία ενημέρωση: Δεκέμβριος 2014

Στην περιοχή του Πάρνωνα, μια περιοχή με εκτεταμένα δασικά τοπία και πλούσια βιοποικιλότητα, γεμάτη θρύλους και παραδόσεις, μοναστήρια, κάστρα, παλιούς μύλους και ιστορικά χωριά, ο άνθρωπος συνυπάρχει αρμονικά με τη φύση από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους.

Το όρος Πάρνωνας απαντά με την ίδια ονομασία από την αρχαιότητα. Τις πρώτες αναφορές τις συναντάμε στον Παυσανία και στον Στράβωνα. Επίσης, αναφέρεται και ως «Κρόνιον όρος», καθώς υπήρξε το ιερό βουνό του θεού Κρόνου, πατέρα του Δία. Εκτός από τον Κρόνο, λατρεύονταν και άλλοι θεοί όπως ο Δίας (ναός του Σκοτίτα Διός, μεταξύ Αγίου Πέτρου και Καρυών), η Άρτεμις (ιερό στις Καρυές, ναός της Κνακιάτιδος Αρτέμιδος στα Βέρβαινα), ο Απόλλωνας (ναός του Τύριτα Απόλλωνα στον Τυρό), ο Διόνυσος (σπήλαιο Διονύσου). Οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, συνοδοί του θεού Διόνυσου, ήταν αρκαδικής καταγωγής, όπως και οι Κένταυροι, πολλοί από τους οποίους βρήκαν καταφύγιο στον Πάρνωνα όταν εκδιώχθηκαν από την υπόλοιπη Αρκαδία.

Τα πρώτα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή ανάγονται στη Νεολιθική εποχή. Οι πρώτοι κάτοικοι ανήκαν στα προελληνικά φύλα, στους Πελασγούς, ενώ αργότερα στην περιοχή εγκαταστάθηκαν οι Αρκάδες και στα παράλια οι Δαναοί. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν οι Ίωνες στην Κυνουρία, ενώ οι Αχαιοί, δημιουργοί του μυκηναϊκού πολιτισμού, ήρθαν στην Αργολίδα αργότερα και σύντομα επεκτάθηκαν και στην περιοχή του Πάρνωνα.

Η ιστορία της περιοχής υπήρξε από την αρχαιότητα πολυτάραχη. Από τα τέλη του 11ου π.Χ. αιώνα έως τους ρωμαϊκούς χρόνους, την περιοχή του Πάρνωνα διεκδικούσαν, τόσο η Σπάρτη, όσο και το Άργος. Αποτέλεσμα των εχθροπραξιών που επικρατούσαν στην περιοχή ήταν η κατασκευή πολλών οχυρών, πύργων και φυλακίων, λείψανα των οποίων διατηρούνται έως σήμερα.

Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, η περιοχή του Πάρνωνα, όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος, αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική θρησκεία φαίνεται να διαδόθηκε στην περιοχή από τον 6ο μ.Χ. αιώνα και έπειτα, όπως μαρτυρεί επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στη θέση Παλιόστολος, βορειοανατολικά του χωριού Στόλος.

Τον 8ο αιώνα στις δυσπρόσιτες περιοχές του Πάρνωνα εγκαταστάθηκαν σλαβικές φυλές, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου εκχριστιανίσθηκαν και εξελληνίσθηκαν. Κατά τον 13ο αιώνα, η περιοχή πέρασε σταδιακά στα χέρια των Φράγκων και των Ενετών, οι οποίοι για να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους έκτισαν το φρούριο στο Γεράκι και το Κάστρο της Ωριάς στο Ξεροκάμπι. Η περιοχή επανήλθε στην κυριαρχία των Βυζαντινών (1262) μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259) και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Αργότερα, η περιοχή πέρασε στα χέρια των Τούρκων που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο το 1460. Το 1687 ο Μοροζίνι νίκησε του Τούρκους και η περιοχή πέρασε ξανά στα χέρια των Ενετών, έως το 1715 όποτε κυριεύθηκε και πάλι από τους Τούρκους. Κατά τον 18ο αιώνα και έως την Ελληνική Επανάσταση, η περιοχή είχε δύο σημαντικά χωριά, τον Άγιο Πέτρο και τον Πραστό, ενώ στην περιοχή της Θυρεάτιδας αναπτύχθηκε περισσότερο ο οικισμός του Αγίου Ιωάννη, ο οποίος, μαζί με τα γύρω μοναστήρια, ανέπτυξε αξιόλογη πνευματική ζωή.

Σπουδαίο γεγονός αποτελεί η ιστορική νίκη των Ελλήνων στα Βέρβαινα και στα Δολιανά, στις 18 Μαΐου 1821. Λίγο αργότερα, το 1822, φιλοξενήθηκε για δυόμισι μήνες, στον Άγιο Ιωάννη, η Κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας, ενώ την άνοιξη του 1823 έγινε, στο Άστρος, η Β΄ Εθνοσυνέλευση. Το 1826 ο Ιμπραήμ, οργισμένος από τις απώλειές του κατέλαβε και έκαψε τον Άγιο Πέτρο και στη συνέχεια τον Άγιο Ιωάννη, το Καστρί, τη Μελιγού, τον Πραστό και άλλα χωριά. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Πραστός και ο Άγιος Πέτρος έγιναν πρωτεύουσες επαρχιών του νεοσύστατου κράτους και ο ορεινός όγκος του Πάρνωνα μοιράστηκε μεταξύ των Νομών Αρκαδίας και Λακωνίας.

Κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή, η περιοχή του Πάρνωνα υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της αντίστασης, ενώ με την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων η περιοχή δοκιμάστηκε από τον Εμφύλιο.

Από τα ιστορικά μνημεία της περιοχής, ξεχωρίζουν αρχαίοι οικισμοί και κάστρα όπως η Ανθήνη στο Νησί Αγίου Ανδρέα, η Θυρέα στη θέση Ελληνικό, το κάστρο της Ωριάς στο Ξηροκάμπι, το κάστρο του Γερακίου στο Γεράκι Λακωνίας, οι Βρασιαί στην παραλία Λεωνιδίου, το κάστρο του Οριώντα στον Τυρό, το μεσαιωνικό κάστρο και ο πύργος των Ζαφειρόπουλων στο Νησί του Παράλιου Άστρους. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν επίσης σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, όπως η έπαυλη του Ηρώδου του Αττικού στα Δολιανά Αρκαδίας, ο αρχαιολογικός χώρος της Τεγέας, κ.ά.

Μεγάλος είναι και ο αριθμός των μοναστηριών με κυριότερα αυτά της Μαλεβής στον δρόμο Αγίου Πέτρου - Άστρους, της Λουκούς στον δρόμο Άστρους - Κάτω Δολιανών, της Ορθοκωστάς στον δρόμο Αγίου Ανδρέα - Πραστού, της Καρυάς κοντά στον Τυρό, της Ελώνης κοντά στον Κοσμά και του Προφήτη Ηλία Δάφνης στο Γεράκι.

Χαρακτηρισμένοι παραδοσιακοί οικισμοί και ιστορικά προστατευόμενοι (ΥΠ.ΠΟ.) είναι οι οικισμοί: Παράλιο Άστρος, Άγιος Πέτρος, Κάτω Δολιανά, Καστάνιτσα, Πραστός, Πλάτανος, Άγιος Ανδρέας, Λεωνίδιο, Πραγματευτής, Σαπουνακαίϊκα, Πέρα Μέλανα, Τυρός, Κουνουπιά, Πούλιθρα, Βλαχοκερασία, Κερασιά, και Κοσμάς.

Υποδομές περιβαλλοντικής ενημέρωσης

Τα τέσσερα Κέντρα Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης που λειτουργούν υπό την εποπτεία του Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α./Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου, στο Άστρος, στην Καστάνιτσα, στον Άγιο Πέτρο και στο Λεωνίδιο, συνθέτουν ένα οργανωμένο δίκτυο υποδομών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για την ανάγκη συνετής χρήσης και διαφύλαξης του πλούτου της προστατευόμενης περιοχής.

Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Άστρους
Λειτουργεί στο Άστρος Αρκαδίας και η έκθεσή του εστιάζει στον γειτονικό υγρότοπο Μουστού και τη ζωή που φιλοξενεί. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Αγίου Πέτρου
Λειτουργεί στον Άγιο Πέτρο Αρκαδίας και η έκθεσή του προβάλει τον πλούτο των φυτών και των ζώων του Πάρνωνα. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης Καστάνιτσας
Λειτουργεί στην Καστάνιτσα Αρκαδίας και η έκθεσή του επικεντρώνεται στη μακραίωνη παρουσία του ανθρώπου στον Πάρνωνα και στην περιοχή της Καστάνιτσας. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Κέντρο Πληροφόρησης για τη Χλωρίδα του Πάρνωνα
Το Κέντρο Πληροφόρησης λειτουργεί στο Λεωνίδιο Αρκαδίας και η έκθεσή του πραγματεύεται τον πλούτο και τη σπουδαιότητα της χλωρίδας του Πάρνωνα. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Τελευταία ενημέρωση: Μάρτιος 2024

Σύμφωνα με την αποδελτίωση Τύπου για την περιοχή…

 

Το έτος 2007, μετά τις εκτεταμένες πυρκαγιές στην Πελοπόννησο κάηκε ένα σημαντικό τμήμα γης στους πρόποδες του όρους Πάρνωνα από την πλευρά της Λακωνίας, έκτασης 150.000 στρεμμάτων. Ο Πάρνωνας είναι ένας βοτανικός παράδεισος που χαρακτηρίζεται από σπάνιους δασικούς οικοτόπους με έλατα και μαύρη πεύκη που φιλοξενεί έναν από τους τελευταίους πληθυσμούς του απειλούμενου τσακαλιού.
(Η Αυγή 29/8/2007, Κέρδος 30/8/2007, Τα Νέα 31/8/2007, Αυριανή 1/9/2007, Το Βήμα της Κυριακής 23/9/2007)

Με υπουργική απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ, θεσμοθετείται το «Οικολογικό Πάρκο Πάρνωνα – Μουστού» έκτασης 1.150.000 στρεμμάτων και κηρύσσεται προστατευόμενη περιοχή. Στο Οικολογικό Πάρκο εντάσσονται οι χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις των δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Λεωνιδίου, Σκιρίτιδας και Απόλλωνος, καθώς και της κοινότητας Κοσμά του Νομού Αρκαδίας, των δήμων Θεραπνών, Οινούντος, Γερόνθρων και της κοινότητας Καρυών του Νομού Λακωνίας.
(Η Βραδυνή 7/11/2008, ΕΘΝΟΣ 7/11/2008, ΤΑ ΝΕΑ 7/11/2008, ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ 7/11/2008, ΕΞΠΡΕΣ 7/11/2008, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 7/11/2008, ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 8/11/2008)

Τον Ιανουάριο του 2011, τριάμισι χρόνια μετά την εφιαλτική πυρκαγιά στην περιοχή του Πάρνωνα, ξεκίνησε η τεχνητή αναδάσωση του που προέβλεπε σταδιακή φύτευση συνολικά 460.000 φυταρίων μαύρης πεύκης στις καμένες εκτάσεις. Τη μελέτη, ανάθεση και επίβλεψη της αποκατάστασης ανέλαβε το Δασαρχείο Σπάρτης, έπειτα από σχετική πρόταση που συντάχθηκε σε συνεργασία με το ΕΚΒΥ στο πλαίσιο προγράμματος LIFE. Το έργο προέβλεπε επίσης την παρακολούθηση της αποκατάστασης των δασών και τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ που θα παρουσίαζε τον πλήρη κύκλο μιας αναδάσωσης.
(Έθνος 14/1/2011, Παρατηρητής 29/1/2011)

Τον Ιούνιο του 2013 παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα του έργου LIFE PINUS του Πάρνωνα Λακωνίας στην πόλη της Σπάρτης από το Φορέα Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού και το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. Το έργο είχε ως στόχο την αποκατάσταση των δασών μαύρης πεύκης στις εκτάσεις που υπέστησαν τις καταστροφικές συνέπειες των πυρκαγιών του 2007.
(Αγροterra 1/6/2013)

Τον Ιούνιο του 2014 ανάμεσα στις ελληνικές παραλίες που το ΤΑΙΠΕΔ έβαλε πωλητήριο ήταν και το Οικολογικό Πάρκο Μουστού – Πάρνωνα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει θύελλα διαμαρτυριών από τοπικές και εθνικές περιβαλλοντικές οργανώσεις.
(Real News 22/6/2014)

Τον Ιούλιο του 2014, στην προστατευόμενη περιοχή του Όρους Πάρνωνα - Υγρότοπου Μουστού αναπτύχθηκε από βοτανικούς διεθνών ερευνητικών κέντρων και διεθνών και εθνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, επιστημονική αποστολή συλλογής γενετικού υλικού από αυτοφυή είδη, με σκοπό την καταγραφή, μελέτη και διατήρηση των ειδών και των οικοσυστημάτων της περιοχής.
(Εξπρές 21/8/2012)

Τον Ιούνιο του 2015, ο Φορέας Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα - Υγρότοπου Μουστού συστήνει στους πολίτες των Νομών Αρκαδίας και Λακωνίας, την αποφυγή εκρίζωσης και αλόγιστης συλλογής αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην περιοχή του Πάρνωνα, παραπέμποντας στην υπ’ αριθμόν 1/2013 Ρυθμιστική Δασική Αστυνομική Διάταξη περί «Απαγόρευσης και ρύθμισης υλοτομιών και μεταφοράς δασικών προϊόντων». Ο Πάρνωνας φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία άγριων φυτών, με 900-1000 έως σήμερα καταγραμμένα είδη και υποείδη φυτών, 125 από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία ενδημικών της Ελλάδας, ενώ 7 είδη είναι αποκλειστικά ενδημικά του Πάρνωνα.
(Τύπος Χαλκιδικής  03/06/2015)

Τελευταία ενημέρωση: Δεκέμβριος 2021

Home   Close