Τα ψάρια είναι η μεγαλύτερη σε αριθμό ειδών ομάδα των σπονδυλωτών ζώων (51,1% του συνόλου). Κυριαρχούν στο υδάτινο περιβάλλον και βρίσκονται σχεδόν παντού, όπου υπάρχουν μόνιμα νερά, γλυκά, αλμυρά ή υφάλμυρα. Αν και τα γλυκά νερά καλύπτουν πολύ μικρό ποσοστό της επιφάνειας της Γης, έχει εκτιμηθεί ότι το 33% των ψαριών, δηλαδή το ένα τρίτο, ανήκουν σε είδη του γλυκού νερού. Το σύνολο των ειδών των ψαριών μιας περιοχής, είτε πρόκειται για τη θάλασσα, είτε για τα εσωτερικά νερά (λιμνοθάλασσες, ποταμούς και λίμνες), δηλώνεται με τον όρο ιχθυοπανίδα.
H ιχθυοπανίδα των εσωτερικών υδάτων της Ελλάδας, θεωρείται ιδιαίτερα πλούσια, σε σχέση με το μέγεθος της χώρας. Σύμφωνα με πρόσφατες, αλλά και προηγούμενες ανέκδοτες έρευνες, στα εσωτερικά ύδατα έχουν καταμετρηθεί περίπου 164 είδη ψαριών, εκ των οποίων τα 23 δεν είναι αυτόχθονα, άλλα προέρχονται από εισαγωγές γονιμοποιημένων αβγών ή από διασπορά ζωντανών ατόμων από άλλες, κοντινές ή μακρινές, περιοχές. Από τα υπόλοιπα 141 είδη, τα 117 ζουν αποκλειστικά στα γλυκά νερά, ενώ 24 είδη είναι ευρύαλα. Ο υψηλός ενδημισμός που παρουσιάζει η ιχθυοπανίδα των υγρoτόπων της Ελλάδας, οφείλεται στη γεωγραφική απομόνωσή της, εξαιτίας της έντονης γεωλογικής δραστηριότητας κατά το Τριτογενές και ιδιαίτερα το Τεταρτογενές (καταβύθιση Αιγηίδος, παγετώδεις περίοδοι κ.λπ.).
Τα εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα των εσωτερικών υδάτων, ως τελικός αποδέκτης πολλών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δέχονται συνήθως και τις περισσότερες απειλές. Έτσι, πολλά ενδημικά είδη, κυρίως αυτά που είναι απομονωμένα και έχουν μικρό πληθυσμό, κινδυνεύουν να εξαφανισθούν. Ορισμένοι βιότοποι που βρίσκονται κοντά σε αστικά κέντρα ή σε περιοχές με αναπτυσσόμενη βιομηχανική και γεωργική δραστηριότητα έχουν υποβαθμισθεί σημαντικά, ενώ κάποιοι υγρότοποι, έχουν καταντήσει αζωικοί από την έντονη ρύπανση (π.χ. ποταμός Ασωπός στην Aνατολική. Αττική). Απειλές, επίσης, μπορούν να προέλθουν από τουριστικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις (που αφαιρούν ή ρυπαίνουν το νερό), από υδρευτικά ή αρδευτικά έργα που αφαιρούν νερό και αλλοιώνουν τα ενδιαιτήματα των ψαριών, καθώς και από αποξηράνσεις υγροτόπων αλλά και από την παράνομη αλιεία (κυρίως χρήση δυναμίτιδας ή δηλητηρίων). Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις από την εισαγωγή ξενικών ειδών ψαριών, είτε από μακρινές περιοχές, είτε από ένα υδάτινο σύστημα σε κάποιο άλλο.
Τα μέτρα προστασίας που μπορούν να ληφθούν ξεκινούν από την καταγραφή και μελέτη της ιχθυοπανίδας και φθάνουν έως την ενίσχυση των φυσικών πληθυσμών (όπου αυτό απαιτείται), την αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας καθώς και την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.