Σταχτοτσικλιτάρα

Επιστημονικό όνομα: Picus canus

Περιγραφή

Πρόκειται για είδος δρυοκολάπτη μεσαίου μεγέθους, με πρασινωπό φτέρωμα (ράχη και ουρά) που μοιάζει αρκετά με τον πράσινο δρυοκολάπτη (Picus viridis). Οι διαφορές αφορούν στην ελαφρύτερη πτήση, τη μεγαλύτερη ευκινησία και το κυρίως γκρίζο κεφάλι, με το λεπτό μαύρο μουστάκι. Ο διμορφισμός περιορίζεται κυρίως στο κόκκινο μέτωπο των αρσενικών.

Η εξάπλωσή του επικαλύπτεται κατά πολύ με αυτή του πράσινου δρυοκολάπτη, αλλά περιλαμβάνει περισσότερο ηπειρωτικές και ορεινές περιοχές. Σε πεδινές εκτάσεις μπορεί να βρίσκεται ακόμη και σε μικρές δασώδεις περιοχές ή περιοχές με παρόχθια βλάστηση. Το διαιτολόγιό του περιλαμβάνει διάφορα είδη εντόμων, έχει δηλαδή μεγαλύτερη ποικιλία από αυτό του πράσινου δρυοκολάπτη και λιγότερη προτίμηση στα μυρμήγκια. Τα μορφολογικά του γνωρίσματα, δηλαδή η κοντύτερη γλώσσα, οι διαφορές στο μήκος και στη μυϊκή κατασκευή των ποδιών, καθώς και το μήκος της ουράς, δείχνουν ότι η τροφική οικολογία του βρίσκεται πλησιέστερα στους δρυοκολάπτες του γένους Dendrocopos. Τρέφεται κυρίως στο έδαφος, αλλά και σε χαμηλά δένδρα, ρωγμές τοίχων κ.λ.π.

Τα κτυπήματα του ράμφους του είναι συχνά, αλλά όχι τακτά. Συνήθως, τα άτομα είναι μοναχικά, εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής, όταν καθορίζονται οι επικράτειές τους. Πρόκειται για είδος μονογαμικό, με μακροχρόνιους δεσμούς. Το κάλεσμα των αρσενικών ακούγεται κυρίως κατά την αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου (Φεβρουάριο - Μάρτιο) και αποτελείται από 5 - 8 μελαγχολικά σφυρίγματα («κιου» ή «κεε»). Τον Απρίλιο, τα θηλυκά γεννούν 7 - 9 αβγά, σε τρύπες που έχουν ανοίξει στα δένδρα (μέση διάμετρος 5 - 6 εκατοστά). Η περίοδος επώασης είναι 14 - 15 ημέρες και οι νεοσσοί πτερώνονται μετά από 24 - 28 ημέρες.

Εξάπλωση

Η σταχτοτσικλιτάρα απαντά σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, που φιλοξενεί λιγότερο από το 25% της παγκόσμιας εξάπλωσής του. Ο ευρωπαϊκός αναπαραγωγικός πληθυσμός είναι μεγάλος (περισσότερα από 180.000 ζευγάρια), αλλά υπέστη μεγάλη μείωση κατά την περίοδο 1970 - 1990. Το είδος αυτό δρυοκολάπτη έχει καταγραφεί σε περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Φαίνεται ότι ο τόπος εξάπλωσής του αποτελείται από έναν πυρήνα στην Κεντρική Πίνδο και απομονωμένους θύλακες με μικρή επικοινωνία μεταξύ τους, σε ορεινές περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας (Οίτη, Όλυμπος, Χολομώντας, Παγγαίο, Ροδόπη). Ο πληθυσμός της Οίτης (2.150 μέτρα), που αποτελεί το νοτιότερο της Δυτικής Παλαιαρκτικής, απαντά σε ελατοδάση από τα 500 ως τα 2.000 μέτρα. Στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η σταχτοτσικλιτάρα φαίνεται να προτιμά τα μικτά δάση ή τα αμιγή δάση οξιάς. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός εκτιμάται σε 50 - 200 ζευγάρια.

Καθεστώς προστασίας

Αν και ο πληθυσμός του είδους ήταν συνολικά σταθερός κατά τη δεκαετία 1990 - 2000, με σταθερές ή αυξητικές τάσεις στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής εξάπλωσής του, ο πληθυσμός σαφώς δεν έχει επανέλθει ακόμη στο επίπεδο που προηγήθηκε της μείωσής του. Συνεπώς, αξιολογείται προσωρινά ως μειωμένος και το είδος περιλαμβάνεται στην Κατηγορία SPEC3. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει είδη, η κατάσταση των οποίων στην Ευρώπη κρίνεται δυσμενής, αλλά δεν απειλούνται παγκοσμίως, καθώς η Ευρώπη δεν συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους. Η σταχτοτσικλιτάρα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα το κυνήγι της να απαγορεύεται αυστηρά από το 1979.

Home   Close