Αγρίμι ή αγριοκάτσικο ή αίγαγρος

Επιστημονικό όνομα: Capra aegagrus cretica

Περιγραφή

Το αγρίμι θεωρείται υποείδος του αγριοκάτσικου (Capra aegagrus) της Δυτικής Ασίας. Σύμφωνα με ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών, εισήχθη στην Κρήτη κατά τη μινωική εποχή, με σκοπό την εξημέρωσή του. Ωστόσο, καθώς δεν απαντά πουθενά αλλού, θεωρείται ενδημικό είδος της Κρήτης. Παλαιότερα, οι πληθυσμοί του αγριμιού στην Κρήτη εντοπίζονταν σε όλη την ορεινή έκταση του νησιού. Με την ευρεία διάδοση των πυροβόλων όπλων στο νησί στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι πληθυσμοί του συρρικνώθηκαν σήμερα το είδος απαντά μόνο στη Δυτική Κρήτη και συγκεκριμένα στον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς, στην ευρύτερη περιοχή των Λευκών Όρέων, καθώς και σε τρία μικρά νησάκια κοντά στην Κρήτη (νήσος Δία, Θεοδωρού και Άγιοι Πάντες), αλλά και στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, όπου εισήχθη πριν από μερικές δεκαετίες. Οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο άγριος πληθυσμός αγριμιών περιλαμβάνει περίπου 2.000 άτομα, χωρίς ωστόσο να παρέχουν κανένα στοιχείο δημογραφίας.

Στην Ελλάδα, απαντούν άλλα δύο υποείδη του αγριοκάτσικου, το ένα στην Αντίμηλο των Κυκλάδες (Capra aegagrus pictus) και το άλλο στη Γιούρα των Βόρειων Σποράδων (Capra aegagrus dorcas). Ωστόσο, από πολλούς ερευνητές, τα δύο αυτά είδη δεν θεωρούνται έγκυρα, καθώς πιστεύεται πως τα άτομα των πληθυσμών της Αντιμήλου και της Γιούρας αποτελούν υβρίδια άγριων και οικόσιτων αιγών.

Το αγρίμι είναι ένα μεγάλο οπληφόρο θηλαστικό· το είδος εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό. Το αρσενικό είναι μεγαλύτερο από το θηλυκό και έχει μεγαλύτερα κέρατα (έως 90 εκατοστά), τα οποία είναι κυρτά προς τα πίσω, σε ένα επίπεδο, και έντονα κυρτά στην άκρη, ενώ επάνω στους ετήσιους δακτυλίους υπάρχουν εξογκώματα. Επίσης, τα αρσενικά έχουν σχετικά μεγάλο γένι, ενώ ένα κάπως μικρότερο υπάρχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, και στα θηλυκά άτομα. Το θερινό τρίχωμα είναι κόκκινο καφέ, με έντονα τα μαύρα μέρη του σώματος (ράχη, μπροστινά μέρη ποδιών και ώμων, γένια, άνω πλευρά ουράς κ.ά). Το αγρίμι είναι πιο μικρόσωμο και πιο σκουρόχρωμο από άλλα υποείδη του είδους Capra aegagrus.

Τρέφεται με φύλλα δένδρων και θάμνους, καθώς και με φρέσκα και ξερά χόρτα. Προτιμά τις απόκρημνες ορεινές περιοχές που καλύπτονται από θάμνους, βραχώδεις προεξοχές με σπηλιές και δάση κωνοφόρων. Είναι εκπληκτικά προσαρμοσμένο σε εξαιρετικά ποικίλες και ξηρές κλιματικές συνθήκες. Στο φυσικό του περιβάλλον είναι συνήθως ντροπαλό, αποφεύγει τους ανθρώπους και προτιμά να ξεκουράζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Η διάρκεια ζωής του κυμαίνεται από 10 έως 15 έτη. Τα αρσενικά ωριμάζουν αναπαραγωγικά στα 4 -5 έτη, ενώ τα θηλυκά στα 2 - 3 έτη. Γεννά την άνοιξη (Απρίλιος - Μάιος) από 1 έως 2 μικρά. Σχηματίζει ομάδες των 2 έως 5 ατόμων και υπάρχει ιεραρχία στην κοινωνική οργάνωση του πληθυσμού. Τα σωματικά μεγαλύτερα αρσενικά κυριαρχούν στα μικρότερα, ενώ όλα τα αρσενικά, από ενός έτους και άνω κυριαρχούν σε όλα τα θηλυκά, ανεξαρτήτως ηλικίας και μεγέθους.

Αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τοιχογραφίες του αγριμιού. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι το ζώο αυτό λατρευόταν στην Κρήτη, κατά την αρχαιότητα. Κατά την περίοδο της κατοχής, το αγρίμι αποτελούσε τη μόνη πηγή κρέατος για τους αντάρτες που ζούσαν στα βουνά. Σήμερα, το αγρίμι είναι ένα σύμβολο του νησιού και χρησιμοποιείται συχνά ως έμβλημα σε τουριστικά καταλύματα και επίσημες εκδόσεις. Στα αρσενικά άτομα, ακόμα και σήμερα, δίνεται το όνομα «αγρίμι», ενώ για τα θηλυκά χρησιμοποιείται το όνομα «σανάδα».

Το οξύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το αγρίμι είναι ο υβριδισμός του με τις κοινές αίγες (κατσίκες), με τις οποίες έχει σχεδόν τις ίδιες προτιμήσεις σε ενδιαίτημα. Ένα άλλο πρόβλημα, φαινομενικά ασήμαντο, είναι τα τσιμπούρια, τα οποία αποτελούν, όμως, αιτία θνησιμότητας, ιδιαίτερα για τα μικρά του αγριμιού. Επίσης, το αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα στον Εθνικό Δρυμό Σαμαριάς προκαλεί μεγάλη όχληση στα άτομα του είδους. Τέλος, θετικό στοιχείο για την εξάπλωση του αγριμιού αποτελεί το γεγονός πως το παράνομο κυνήγι ασκείται πλέον σε περιορισμένη κλίμακα.

Εξάπλωση

Tουλάχιστον έως το 1905, το αγρίμι απαντούσε και στα τρία κύρια ορεινά συγκροτήματα της Κρήτης (Λευκά Όρη, Ψηλορείτης και Λασιθιώτικα Βουνά). Σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, η εξάπλωσή του έχει περιορισθεί στις κορυφές των Λευκών Ορέων στη Δυτική Κρήτη, ιδιαίτερα σε μία σειρά σχεδόν κατακόρυφων βράχων στο φαράγγι της Σαμαριάς. Πριν από μερικές δεκαετίες είχε εισαχθεί σε τρία νησάκια γύρω από την Κρήτη καθώς και στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας.

Καθεστώς προστασίας

Το αγρίμι, ζώο ενδημικό της Κρήτης, το οποίο δεν ζει πουθενά αλλού στον κόσμο, περιλαμβάνεται στους καταλόγους της Παγκόσμιας Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας, και τέλος προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979). Εξάλλου, η απειλή για την εξαφάνιση του αγριμιού ήταν ο κυριότερος λόγος ανακήρυξης της Σαμαριάς ως εθνικού δρυμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.