Ζαρκάδι

Επιστημονικό όνομα: Capreolus capreolus

Περιγραφή

Το ζαρκάδι είναι ένα μικρό είδος ελαφιού που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιδών (Cervidae) και είναι προσαρμοσμένο στις συνθήκες του πυκνού δάσους, με μακριά αυτιά και λεπτά πόδια. Τα πίσω άκρα του είναι μάλιστα μεγαλύτερα από τα μπροστινά, φέρνοντας έτσι τη λεκάνη του υψηλότερα από τους ώμους. Η ουρά είναι μικρή και δυσδιάκριτη. Τα κέρατα είναι σχετικά κοντά με τρεις διακλαδώσεις και μεγαλώνουν μόνο στα αρσενικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα (πέφτουν τον Νοέμβρη και μεγαλώνουν πάλι έως τον Φεβρουάριο). Το χειμερινό τρίχωμα είναι γκριζωπό με δύο λευκές κηλίδες στο λαιμό και στα οπίσθια. Τον Μάρτιο, αρχίζει να αντικαθίσταται από ένα κοντύτερο καλοκαιρινό τρίχωμα, κοκκινόφαιο στο σώμα και γκριζωπό στο κεφάλι (ειδικά στα αρσενικά). Τα νεογέννητα έχουν κοκκινωπό τρίχωμα με διάσπαρτα λευκά σημάδια, που εκατέρωθεν της ράχης σχηματίζουν δύο λευκές γραμμώσεις.

Το ζαρκάδι είναι λιγότερο αγελαίο και περισσότερο προσαρμοσμένο στην ανθρώπινη παρουσία συγκριτικά με το ελάφι. Προτιμά τις δασωμένες κοιλάδες και τις βουνοπλαγιές με πλατύφυλλα κυρίως και πυκνό υποόροφο ή τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις με φυσική βλάστηση, όπου μπορεί να κρυφθεί εύκολα. Έχει εξαίρετη ακοή και ευλυγισία. Τα ζαρκάδια ζουν σε μικρές οικογενειακές ομάδες που αποτελούνται από ένα ζευγάρι ενηλίκων και τα μικρά τους, ηλικίας κάτω του ενός έτους. Επικεφαλής της ομάδας είναι το ενήλικο αρσενικό. Τον χειμώνα, μερικές φορές ενώνονται 2 - 3 οικογενειακές ομάδες για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ψύχος, τους εχθρούς και την έλλειψη διαθέσιμης τροφής. Το διαιτολόγιό τους αποτελείται από χόρτα, φύλλα και βλαστούς διαφόρων πλατύφυλλων και σκληρόφυλλων δένδρων (φτελιές, ιτιές, βαλανιδιές, πουρνάρια κ.λπ.), ενώ την άνοιξη τρέφονται και με πευκοβελόνες.

Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, κάθε αρσενικό επιλέγει μια επικράτεια και την υπερασπίζεται με επιμονή από τα άλλα αρσενικά. Η περίοδος οργασμού αφορά συνήθως στους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο. Τον Μάιο, τα θηλυκά που άρχισαν να κυοφορούν από το προηγούμενο καλοκαίρι απομονώνονται σε γιατάκια με πυκνή βλάστηση, όπου και γεννούν 1 - 2 και σπάνια 3 μικρά. Τα θηλυκά παραμένουν μαζί με τα μικρά τους τον πρώτο μήνα και κατόπιν αρχίζουν να εγκαταλείπουν, κατά διαστήματα, το καταφύγιο.

Εξάπλωση

Η εξάπλωση του είδους περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τις αρκτικές περιοχές, την Πελοπόννησο και τα νησιά της Μεσογείου. Είναι πιθανό ότι η αποψίλωση των δασικών εκτάσεων και το υπερβολικό κυνήγι οδήγησαν σε σημαντική μείωση τους πληθυσμούς των ζαρκαδιών της Κεντρικής και Νότιας Ιβηρικής Χερσονήσου, των Δυτικών Ιταλικών Άλπεων και Απεννίνων, καθώς και της Ελλάδας. Ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ορισμένοι πληθυσμοί επεκτάθηκαν με φυσικό τρόπο, ακολουθώντας την αύξηση των ορεινών δασών ή εποικίζοντας αγροτικές εκτάσεις σε χαμηλότερα υψόμετρα. Σε άλλες περιοχές η πληθυσμιακή μείωση αντιμετωπίσθηκε με επανεισαγωγές ατόμων που συχνά προέρχονταν από διαφορετικό γενετικό υλικό (π.χ. πληθυσμοί Δυτικών Άλπεων και Βόρειων Απεννίνων). Ο συνολικός πληθυσμός στην Ευρώπη εκτιμάται περίπου σε 6 εκατομμύρια άτομα. Στην Ελλάδα, η εξάπλωση του είδους εκτείνεται κατά μήκος των βορείων συνόρων της χώρας και της οροσειράς της Πίνδου προς νότο, με τρεις βασικούς κλάδους που εισχωρούν στη Χαλκιδική (Χολομώντας) έως τον Άθωνα (Άγιο Όρος), στην Όσσα και στο Πήλιο, στα Βαρδούσια και στη Γκιώνα προς νότο.

Καθεστώς προστασίας

Το ζαρκάδι αποτελεί ένα από τα πιο περιζήτητα μεγάλα θηράματα στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Ελλάδα και την Πορτογαλία, όπου το κυνήγι του απαγορεύεται. Συμπεριλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας στην κατηγορία των τρωτών, καθώς και στο Παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979). Σύμφωνα με μελέτες, οι ελληνικοί πληθυσμοί θεωρούνται ότι κατάγονται σχεδόν ολοκληρωτικά από θύλακες - καταφύγια της εποχής των παγετώνων, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη διαχείριση μιας περιοχής.

Home   Close