Κεφαλληνιακή ελάτη

Επιστημονικό όνομα: Abies cephalonica

Περιγραφή

Η κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica) είναι ένα από τα τέσσερα είδη ελάτης που απαντούν στην Ελλάδα και αποτελεί ενδημικό είδος της χώρας μας. Τα άλλα τρία είδη είναι η λευκή ελάτη (Abies alba), η υβριδογενής ελάτη (Abies borisii - regis), η οποία προήλθε από τη διασταύρωση της κεφαλληνιακής με τη λευκή ελάτη και η ενδημική του Αγίου Όρους ελάτη (Abies pseudocilicica). Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι είδος με ιδιαίτερη δασοβοτανική, ιστορική αξία. Εντοπίσθηκε για πρώτη φορά το 1824, στην Κεφαλονιά και συγκεκριμένα στο όρος Αίνος από τον Άγγλο διοικητή και κυβερνήτη του νησιού Charles Napier. Τα σπέρματα που έστειλε ο κυβερνήτης στην πατρίδα του καλλιεργήθηκαν και το 1838, το δένδρο πήρε την ονομασία Abies cephalonica, από τον Βρετανό Βοτανολόγο J.W. Loudon. Αργότερα, διαπιστώθηκε ότι το είδος απαντά και στον ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας, και συγκεκριμένα στα βουνά της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.

Η κεφαλληνιακή ελάτη είναι δένδρο κωνοφόρο και γυμνόσπερμο. Στον Εθνικό Δρυμό Αίνου, ευδοκιμεί σε υψόμετρο 800 - 1.600, ενώ στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα μπορεί να απαντά και σε υψηλότερα ή χαμηλότερα υψόμετρα. Ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά, γόνιμα και υγρά, μπορεί όμως να αναπτυχθεί και σε αβαθή και ξηρότερα εδάφη. Έχει μεγάλη αντοχή στην ανομβρία (ξηρανθεκτικό είδος), στις υψηλές θερμοκρασίες εδάφους και σε χαμηλές θερμοκρασίες αέρος. Συνήθως, αναπτύσσεται στη σκιά άλλων δένδρων (σκιανθεκτικό είδος), όπου και μπορεί να παραμείνει για 100 έτη. Όταν, όμως, ξεφύγει από τη μητρική συστάδα, αναπτύσσεται πολύ γρήγορα και μπορεί να φθάσει σε ηλικία έως και τα 500 έτη. Το ύψος της φθάνει τα 15 - 25 μέτρα, ενώ, σπανίως, ξεπερνά ακόμη και τα 30 μέτρα. Η περίμετρος κορμού, στο στηθαίο ύψος του δένδρου, μπορεί να ξεπεράσει τα 3 μέτρα. Η κόμη της είναι πλούσια, σε σχήμα πυραμίδας, με διακλάδωση σπονδυλωτή. Χαρακτηριστικές του είδους είναι οι βελόνες του, οι οποίες έχουν μήκος 15 - 22 χιλιοστά και διάταξη σπειροειδή. Είναι σκληρές και οξυκόρυφες στην επάνω επιφάνεια έχουν χρώμα βαθύ πράσινο και είναι επίπεδες, ενώ από κάτω έχουν σχήμα καρίνας πλοίου με δύο άσπρες γραμμές παράλληλες, κατά μήκος. Οι κώνοι της κεφαλληνιακής ελάτης (κουκουνάρια) είναι κυλινδρικοί, καστανοπράσινοι, με μυτερή κορυφή και περιχυμένοι με πολλή ρητίνη. Ωριμάζουν στο τέλος του φθινοπώρου και απολεπίζονται αμέσως, διασπείροντας τα σπέρματα στο έδαφος.

Η κεφαλληνιακή ελάτη ανθίζει κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο. Όπως όλα τα είδη της ελάτης, είναι και αυτή μόνοικο είδος και τα άνθη της είναι μονογενή, δηλαδή τα αρσενικά βρίσκονται χωριστά από τα θηλυκά, αλλά συνυπάρχουν στο ίδιο δένδρο. Οι αρσενικές ταξιανθίες έχουν χρώμα πορφυρό (κόκκινοι ίουλοι) και φύονται στα χαμηλότερα κλαδιά του δένδρου, ενώ οι θηλυκές φύονται στα επάνω κλαδιά, είναι κιτρινωπές και αργότερα σχηματίζουν όρθιους κώνους (κουκουνάρια) κυλινδρικού σχήματος. Τα σπέρματα της ελάτης έχουν μικρή βλαστική ικανότητα (60 - 70%). Το δένδρο καρποφορεί από την ηλικία των 20 - 30 ετών έως και των 100 ετών. Πλήρη καρποφορία εμφανίζει κάθε 2 - 4 έτη.

Η ρητίνη της ελάτης έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πρακτική ιατρική. Το ξύλο της είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν ευρέως σε οικοδομικές και ναυπηγικές κατασκευές. Καθώς θεωρείται όμορφο και κομψό δένδρο, φυτεύεται συχνά σε πάρκα και δενδροστοιχίες, ως καλλωπιστικό.

Η έκταση των πληθυσμών της ελάτης έχει μειωθεί στο ένα τέταρτο της αρχικής και έως σήμερα εξακολουθεί να παραμένει περιορισμένη. Το γεγονός αυτό έχει επηρεάσει αρνητικά, όχι μόνο την ίδια την ελάτη, αλλά πιθανώς και ορισμένα είδη του υπορόφου της, καθώς σπάνια παρατηρείται επανεγκατάσταση του είδους στις περιοχές που κάλυπτε στο παρελθόν. Οι κυριότερες απειλές για την εξάπλωση του είδους είναι οι πολύ υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες, πέραν του ορίου αντοχής της, οι άνεμοι, οι όψιμοι παγετοί και οι χιονοπτώσεις.

Μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετωπίζει από τις πυρκαγιές, αφού δεν αναγεννάται έπειτα από αυτές. Επίσης, προβλήματα προκαλούν τα ζώα, κυρίως αιγοπρόβατα, ζαρκάδια και σκίουροι, τα οποία τρώνε τους σπόρους των κουκουναριών. Η κεφαλληνιακή ελάτη προσβάλλεται εύκολα από τον ιξό, επίφυτο της ελάτης (Viscum album) και από σηψιρριζίες που προκαλούνται από μύκητες και βακτήρια, όπως τα Armillaria melea, Agrobacterium tumefaciens, κ.ά.

Εξάπλωση

Η κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica) αποτελεί το κυρίαρχο είδος στον Εθνικό Δρυμό Αίνου, όπου καταλαμβάνει συνολική έκταση 19.730 στρεμμάτων. Στην Κεφαλονιά, όπου και πρωτοαναφέρθηκε, το είδος διατηρήθηκε καθαρό, χωρίς υβριδισμούς, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης του νησιού. Στην υπόλοιπη χώρα, εμφανίζεται σε πολλές οροσειρές της νότιας και κεντρικής Ελλάδας, σε υψόμετρο 800 - 1.700.

Υβριδίζεται συχνά με άλλα είδη ελάτης. Η εξάπλωσή της περιλαμβάνει τα όρη από την Κεφαλονιά έως την Εύβοια και από τον Ταΰγετο έως την Όθρυ, με σημαντικότερα σημεία την Πίνδο, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.

Καθεστώς προστασίας

Για την προστασία και διαφύλαξη από υβριδισμούς του αμιγούς πληθυσμού του ενδημικού είδους Abies cephalonica έχει ιδρυθεί, το 1962, ο Εθνικός Δρυμός Αίνου. Το είδος περιλαμβάνεται, επίσης, στους καταλόγους της Παγκόσμιας Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) ως εγγύς απειλούμενο / ελάχιστα ανησυχητικό.

Home   Close