Επιστημονικό όνομα: Lucanus cervus
Περιγραφή
Πρόκειται για το μεγαλύτερο κολεόπτερο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Στις περισσότερες χώρες, η κοινή του ονομασία συνδέεται με το κύριο μορφολογικό και πιο εντυπωσιακό γνώρισμα των ενήλικων αρσενικών, τις δύο μεγάλες γνάθους, σε σχήμα κέρατος ελαφιού, που φέρουν στο κεφάλι. Ο ελαφοκάνθαρος παρουσιάζει έντονο φυλετικό διμορφισμό και πολυμορφισμό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιολογικό κύκλο.
Στα ενήλικα αρσενικά, το συνολικό μήκος του σώματος, περιλαμβανομένης της γνάθου, μπορεί να ξεπεράσει τα 80 χιλιοστά (συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 30 έως 90 χιλιοστά). Το κεφάλι, ο θώρακας και τα πόδια έχουν συνήθως χρώμα μαύρο ή σκούρο καφέ, ενώ στα έλυτρα το χρώμα ποικίλλει από καφέ μαύρο έως καστανοκόκκινο. Το κεφάλι είναι τόσο πλατύ όσο ο θώρακας ή και πλατύτερο, πεπλατυσμένο και υποστηρίζει τις δύο μεγάλες και εντυπωσιακές γνάθους οι οποίες είναι πολύ μεγαλύτερες σε μήκος από το κεφάλι. Οι γνάθοι ποικίλλουν αξιοσημείωτα σε μέγεθος μεταξύ των ατόμων και χρησιμοποιούνται στις μάχες τους με τα αντίζηλα αρσενικά κατά την περίοδο αναπαραγωγής, αλλά και για την ακινητοποίηση του θηλυκού κατά το ζευγάρωμα, το οποίο διαρκεί 2 - 3 ώρες ή και περισσότερο. Τα αρσενικά είναι δραστήρια από το σούρουπο έως την αυγή και μπορούν να παρατηρηθούν πάνω σε κορμούς δένδρων ή να πετάνε σε ξέφωτα, αναζητώντας τα θηλυκά. Λίγο μετά το ζευγάρωμα πεθαίνουν.
Τα θηλυκά είναι μικρότερα σε μέγεθος, με μήκος σώματος που συνήθως κυμαίνεται από 28 έως 54 χιλιοστά. Το κεφάλι τους είναι αρκετά στενότερο από τον θώρακα και οι γνάθοι τους, πολύ μικρότερες από των αρσενικών, έχουν μήκος πολύ μικρότερο από το μήκος της κεφαλής τους. Τα θηλυκά έχουν μικρό εύρος διασποράς και συνήθως παρατηρούνται στο έδαφος, από το σούρουπο έως την αυγή, όταν ψάχνουν την κατάλληλη θέση για να αποθέσουν τα αβγά τους. Γεννούν περίπου 20 αβγά, μεγέθους περίπου 3 χιλιοστά , τα οποία αποθέτουν μέσα στο έδαφος, δίπλα σε νεκρούς ή γέρικους κορμούς δένδρων. Λίγο μετά την απόθεση των αβγών, πεθαίνουν και τα θηλυκά.
Μολονότι ως ενήλικα άτομα (αρσενικά και θηλυκά) ζουν μόλις 1 - 2 μήνες και με μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή, στην πραγματικότητα το είδος έχει μεγάλο βιολογικό κύκλο που διαρκεί έως και 6 έτη. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του (τουλάχιστον για 5 έτη), ο ελαφοκάνθαρος βρίσκεται στο στάδιο της προνύμφης. Οι προνύμφες ζουν μέσα σε κορμούς δένδρων που βρίσκονται σε αποσύνθεση και τρέφονται από αυτούς, διαδραματίζοντας σπουδαίο ρόλο στα δασικά οικοσυστήματα, καθώς συνεισφέρουν στη διεργασία της αποικοδόμησης και του εμπλουτισμού του εδάφους. Οι προνύμφες έχουν λείο δέρμα κρεμώδους χρώματος, ευδιάκριτο κεφάλι και πόδια χρώματος πορτοκαλί, καθώς και μικρές καφέ γνάθους. Στην πλήρη ανάπτυξή τους, το μήκος τους μπορεί να φθάσει τα 110 χιλιοστά και το βάρος τους τα 20 - 30 γραμμάρια. Όταν οι προνύμφες φθάσουν στο πλήρες μέγεθός τους (συνήθως προς το τέλος του καλοκαιριού, 5 έτη μετά την εκκόλαψη των αβγών), κλείνονται μέσα σε έναν συμπαγή θάλαμο ωοειδούς σχήματος (σαν κουκούλι, στο μέγεθος περίπου αβγού κότας), τον οποίο κατασκευάζουν μέσα στο έδαφος. Στο στάδιο αυτό, κατά το οποίο ονομάζονται νύμφες ή χρυσαλίδες, σταματούν να τρέφονται και σε διάστημα 3 έως 6 εβδομάδων, μέσα στο φθινόπωρο, μεταμορφώνονται σε πλήρη έντομα. Ωστόσο, τα νεαρά έντομα, αρσενικά και θηλυκά, θα παραμείνουν στη «φωλιά» τους καθόλη τη διάρκεια του χειμώνα, ενδεχομένως και της άνοιξης, δηλαδή έως ότου η θερμοκρασία ανέβει αρκετά και είναι κατάλληλη για την επιβίωση τους. Ο χρόνος αυτός διαφέρει από τόπο σε τόπο, αναλόγως του κλίματος. Έτσι, στις νότιες περιοχές, οι νεαροί ελαφοκάνθαροι βγαίνουν για πρώτη φορά από το έδαφος συνήθως τον Μάιο ή τον Ιούνιο, ενώ στις βόρειες περιοχές αργότερα. Με την δραστηριοποίησή τους ως ενήλικά πλέον άτομα, ο κύκλος αρχίζει ξανά.
Εξάπλωση
Αν και απουσιάζει από τις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, είναι είδος ευρέως διαδεδομένο στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή, όπου απαντά σε αδιατάρακτες εκτάσεις φυλλοβόλων δασών, κυρίως δρυοδασών, με μεγάλα σε μέγεθος και ηλικία πρέμνα και με σάπια δένδρα. Εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής, ενώ στο νότιο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου αντικαθίσταται από το είδος Pseudolucanus barbarossa και στη Νότια Ιταλία, τη Σαρδηνία και την Κορσική από το είδος Lucanus tetraodon. Στην Ελλάδα, o ελαφοκάνθαρος απαντά στην ηπειρωτική χώρα και κυρίως σε φυλλοβόλα δάση της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Καθεστώς προστασίας
Ο ελαφοκάνθαρος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και στο Παράρτημα ΙΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979). Περιλαμβάνεται, επίσης, στον κατάλογο των απειλούμενων, προστατευόμενων και ενδημικών ειδών ζώων της Ελλάδας, ενώ πολλές ευρωπαϊκές χώρες το έχουν ήδη περιλάβει στα εθνικά τους Κόκκινα Βιβλία.
Αν και στο μεγαλύτερο μέρος της εξάπλωσής του, η κατάστασή του δεν εμπνέει, προς το παρόν, μεγάλη ανησυχία, είναι, εν τούτοις, γεγονός η μείωση των πληθυσμών του, όπως και η εξαφάνιση του είδους από κάποιες περιοχές, κυρίως στα βόρεια όρια της εξάπλωσής του. Για παράδειγμα, στη Δανία, η τελευταία αναφορά του είδους χρονολογείται το 1970.
Η παρατηρούμενη τάση μείωσης των πληθυσμών του ελαφοκάνθαρου σε κάποιες περιοχές και η εξαφάνισή του από ορισμένες άλλες, δεν οφείλεται στους φυσικούς εχθρούς του. Το είδος απειλείται κυρίως από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο το ενδιαίτημα αναπαραγωγής του, όπως οι δασικές διαχειριστικές πρακτικές που καταλήγουν σε απομάκρυνση νεκρών κορμών ή και γέρικων δένδρων από τα οικοσυστήματα, η παράνομη υλοτομία, η διάνοιξη δρόμων, η απόδοση φυσικών εκτάσεων στη γεωργία με επακόλουθο την αλόγιστη χρήση αγροχημικών. Επιπλέον, η καταστροφή και ο κατακερματισμός των ώριμων φυλλοβόλων δασών περιορίζουν την έκταση του ενδιαιτήματος του είδους και δημιουργούν συνθήκες απομόνωσης, με αποτέλεσμα τη διάσπαρτη εξάπλωσή του σε ορισμένες περιοχές.