Επιστημονικό όνομα: Numenius tenuirostris
Περιγραφή
Η λεπτομύτα είναι ένα από τα έξι είδη του γένους Numenius (με το κοινό όνομα τουρλιά) που υπάρχουν στον Πλανήτη. Πρόκειται για μεσαίου μεγέθους (36 - 41 εκατοστά) μεταναστευτικό παρυδάτιο πουλί, στενά συνδεδεμένο με την Ελλάδα και τους υγροτόπους της.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έως τη δεκαετία του 1920, οι πληθυσμοί της λεπτομύτας ήταν πολυάριθμοι και συχνά ξεπερνούσαν σε πυκνότητα τους πληθυσμούς των δύο συγγενικών ειδών, της τουρλίδας (Numenius arquata) και του σιγλίγουρου (Numenius phaeopus). Για άγνωστους λόγους, οι πληθυσμοί της άρχισαν να μειώνονται ραγδαία. Στη δεκαετία του 1920 ανακαλύφθηκαν ελάχιστες φωλιές κάπου στη Νοτιοδυτική Σιβηρία, όπου φωλιάζει. Έκτοτε, δεν ξαναβρέθηκαν φωλιές της λεπτομύτας, αν και το είδος φαίνεται να αναπαράγεται ακόμη, έστω και σε ελάχιστους αριθμούς. Τα τελευταία 20 έτη, οι πληθυσμοί της μειώθηκαν, με αποτέλεσμα, σήμερα, η λεπτομύτα να έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι το σπανιότερο τουρλί του κόσμου, με συνολικό παγκόσμιο πληθυσμό που μάλλον δεν ξεπερνά τα 100 (ίσως και τα 50) άτομα.
Η λεπτομύτα μοιάζει τόσο πολύ με τα δύο άλλα ευρωπαϊκά τουρλιά, που συχνά ακόμη και έμπειροι ορνιθολόγοι δυσκολεύονται να την αναγνωρίσουν, ιδιαίτερα σήμερα που η παρουσία της είναι τόσο σπάνια. Συγχρόνως, για τη βιολογία του είδους (τροφικές συνήθειες, αναπαραγωγική συμπεριφορά κ.ά.) γνωρίζουμε ελάχιστα, όπως, για παράδειγμα, ότι φωλιάζει κάπου στη Νοτιοδυτική Σιβηρία και ότι έπειτα από την ολοκλήρωση της αναπαραγωγικής περιόδου, αναχωρεί για μια αποδημία περίπου 6.500 χιλιομέτρων, μέσω της Νοτιοανατολικής Ρωσίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προκειμένου να ξεχειμωνιάσει στη Βόρειο - Βορειοδυτική Αφρική (κυρίως στο Μαρόκο), ενώ ένας μικρότερος πληθυσμός της φαίνεται να ξεχειμωνιάζει κατά μήκος του Περσικού Κόλπου. Η σπανιότητα του είδους, η άγνωστη βιολογία του και οι δυσκολίες στην αναγνώρισή του, αποτελούν παραμέτρους καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση του είδους.
Κατά την τελευταία εικοσαετία, οι περισσότερες αναφορές για την λεπτομύτα προέρχονται από χώρες της Ευρώπης κατά μήκος της αποδημητικής διαδρομής της (Ουγγαρία, Ιταλία, Ουκρανία κ.ά.). Έως τη δεκαετία του 1960, αρκετές λεπτομύτες ξεχειμώνιαζαν σε παράκτιους υγροτόπους του Μαρόκου, κυρίως στη λιμνοθάλασσα Merja Zerga, όπου έως το 1994 - 1995 ήταν τακτική η παρουσία 1 - 5 πουλιών. Έκτοτε, καμία λεπτομύτα δεν έχει καταγραφεί στο Μαρόκο. Τον χειμώνα του 1995, ένα κοπάδι από 20 περίπου λεπτομύτες, εμφανίσθηκε στη Νότια Ιταλία και ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση του είδους τα τελευταία έτη, γεγονός που απέδειξε ότι, παρά τη δραματική κατάστασή τους, οι λεπτομύτες, εξακολουθούν να επιβιώνουν κάπου μεταξύ Σιβηρίας και Μεσογείου.
Η πρώτη καταγραφή της λεπτομύτας στην Ελλάδα έγινε το 1857 στην Κέρκυρα. Έκτοτε, έχουν καταχωρηθεί 112 παρατηρήσεις (αν και λίγες από αυτές αναφέρονται στο ίδιο ή στα ίδια πουλιά), αριθμός που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που το είδος φαίνεται να παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον κόσμο. Το μεγαλύτερο σμήνος λεπτομύτας στην Ελλάδα (αποτελούμενο από 150 πουλιά) καταγράφηκε στο δέλτα του Έβρου, στις 20 Οκτωβρίου 1978. Από τότε, καταχωρούνται παρατηρήσεις 1 - 5 ατόμων, κυρίως από το δέλτα του Έβρου, αλλά και από τη λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος και το δέλτα Αξιού, οι περισσότερες κατά τις περιόδους Μαρτίου - Απριλίου (με σαφή αιχμή στα μέσα Απριλίου) και Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου, όταν δηλαδή τα πουλιά επισκέπτονται τη χώρα κατά το μακρύ αποδημητικό ταξίδι τους από και προς τη Σιβηρία. Σήμερα, το δέλτα του Έβρου αποτελεί το σπουδαιότερο ενδιαίτημα της λεπτομύτας, σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού μόνον εκεί πλέον εμφανίζονται, σε ετήσια σχεδόν βάση, έστω 1 - 2 πουλιά (τελευταία καταγραφή: 1 άτομο το 2001).
Αν και τα αίτια της μείωσης του πληθυσμού του είδους δεν είναι γνωστά, κυρίως εξαιτίας της ελλιπούς γνώσης μας για τη βιολογία του, εκτιμάται ότι οι κυριότεροι κίνδυνοι προέρχονται από τα ακόλουθα αίτια:
- Απώλεια ενδιαιτημάτων. Η καταστροφή ή υποβάθμιση τμημάτων των παράκτιων υγροτόπων στην Ελλάδα φαίνεται ότι αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για το είδος, δεδομένου ότι στερείται τις περιοχές που παραδοσιακά χρησιμοποιεί για διατροφή. Αιτία της υποβάθμισης των υγροτόπων είναι: α) η επέκταση των καλλιεργειών, β) τα αυθαίρετα κτίσματα στην παράκτια ζώνη (που δευτερευόντως προκαλούν όχληση), γ) διάφορα έργα, όπως αυτά που υλοποιούνται στις λιμνοθάλασσες της Θράκης, όπου τα βυθοκορήματα από τις εκβαθύνσεις των λιμνοθαλασσών αποτίθενται, σε πολλές περιπτώσεις, περιφερειακά των λιμνοθαλασσών κ.λπ.
- Όχληση. Κυρίως από δραστηριότητες, όπως το κυνήγι που ασκείται παράνομα στους υγροτόπους.
- Λαθροθηρία. Η μεγάλη σπανιότητα του είδους το καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο, καθώς η απώλεια ενός και μόνο ατόμου επηρεάζει τον παγκόσμιο πληθυσμό του.
Εξάπλωση
Η λεπτομύτα εξαπλώνεται στη Δυτική Παλαιαρκτική. Αναπαράγεται στη Σιβηρία και ξεχειμωνιάζει σε υγροτόπους της Βορειοδυτικής Αφρικής. Ορισμένοι παράκτιοι υγρότοποι της Μακεδονίας και της Θράκης, κυρίως το δέλτα του Έβρου, φαίνεται ότι είναι θεμελιώδους σπουδαιότητας για το είδος κατά τη μετανάστευση και τη διαχείμασή του.
Καθεστώς προστασίας
Η λεπτομύτα είναι ένα παγκοσμίως απειλούμενο είδος, το οποίο προστατεύεται σύμφωνα με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN). Προστατεύεται σύμφωνα την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών των άγριων ζώων (1979), τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979), καθώς και τη Σύμβαση της Ουάσιγκτον για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES, 1973).