Επιστημονικό όνομα: Dryocopus martius
Περιγραφή
Πρόκειται για ισχυρό και κατάμαυρο δρυοκολάπτη. Το ράμφος του έχει ανοιχτόχρωμη βάση. Το κεφάλι του αρσενικού έχει έντονα κόκκινο το πάνω μέρος του, ενώ του θηλυκού φέρει μία κόκκινη κηλίδα στο πίσω μέρος. Η πτήση του μαύρου δρυοκολάπτη είναι χαρακτηριστική, με 1 - 2 ακανόνιστα χτυπήματα των πτερύγων, που ακολουθούνται από το κλείσιμό τους, με αποτέλεσμα την ασταθή και άρρυθμη κίνηση, παρόμοια με αυτή του καρυοθραύστη (Nucifraga caryocatactes).
Προτιμά τα ψηλά δένδρα σε ώριμες συστάδες, ιδιαίτερα σε μικτά δάση οξιάς και ελάτης ή σε ενιαία δάση οξιάς, ερυθρελάτης, πλατύφυλλων κ.λπ. Οι περιοχές του περιλαμβάνουν εκτενή αδιάσπαστα δάση, αλλά και μικρότερες συστάδες που βρίσκονται έως και 4 χιλιόμετρα μακριά από ενιαίο δάσος. Τον χειμώνα περιπλανάται σε ευρύτερες περιοχές, ακόμη και σε περιαστικά δάση.
Τα χτυπήματα του ράμφους του είναι τα ισχυρότερα και μακρύτερα σε διάρκεια από όλα τα συγγενικά είδη. Το διαιτολόγιό του περιλαμβάνει κυρίως προνύμφες, χρυσαλίδες και ενήλικα άτομα μυρμηγκιών και ξυλοφάγων σκαθαριών. Η μαυροτσικλιτάρα έχει το μεγαλύτερο και ισχυρότερο ράμφος από όλα τα είδη δρυοκολάπτη της Δυτικής Παλαιαρκτικής, αλλά η γλώσσα της εκτείνεται μόνο 50 - 55 χιλιοστά από την άκρη του ράμφους. Η επιφάνεια της γλώσσας καλύπτεται από κολλώδη έκκριση, ενώ η κεράτινη άκρη της φέρει 4 - 5 ζεύγη αγκιστροειδών αποφύσεων, που βοηθούν το πουλί να τρυπήσει και να τραβήξει τις προνύμφες των κολεόπτερων. Συχνά, τρέφεται στο έδαφος, σε πεσμένους κορμούς, τους οποίους ανοίγει με τα χτυπήματα του ράμφους της.
Συνήθως, είναι μοναχικό πουλί και, εκτός της αναπαραγωγικής περιόδου, τα δύο φύλα καθορίζουν διαφορετικές επικράτειες. Σε περιοχές με αφθονία κατάλληλων θέσεων κουρνιάσματος ή φωλιάσματος (τρύπες σε δένδρα) μπορούν να επικαλύπτονται πολλές επικράτειες. Είναι μονογαμικό είδος, αλλά οι δεσμοί διαρκούν συνήθως για μια μόνο αναπαραγωγική περίοδο. Η αναπαραγωγική επικράτεια ενός ζευγαριού στην κεντρική Ευρώπη είναι πολύ μεγάλη, φθάνοντας τουλάχιστον τα 300 - 400 εκτάρια. Τα καλέσματα αποτελούνται από μια σειρά 5 - 8 μελαγχολικών μουσικών σφυριγμάτων, που θυμίζουν φλάουτο («κιου» ή «κεε»). Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει από τα μέσα Φεβρουαρίου. Τα θηλυκά γεννούν 4 - 6 αβγά νωρίς τον Απρίλιο, σε φωλιές που έχουν σκάψει σε κορμούς δένδρων (διαμέτρου έως 12 εκατοστά και βάθους 37 - 60 εκατοστά). Η περίοδος επώασης διαρκεί περίπου 12 - 14 ημέρες και οι νεοσσοί πτερώνονται μετά από 24 - 28 ημέρες.
Εξάπλωση
Η μαυροτσικλιτάρα απαντά σε μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης, που αποτελεί λιγότερο από το 50% της παγκόσμιας εξάπλωσής της. Ο ευρωπαϊκός αναπαραγωγικός πληθυσμός είναι αρκετά μεγάλος (περισσότερα από 740.000 ζευγάρια) και παρέμεινε σταθερός κατά την περίοδο 1970 - 1990. Το είδος έχει ευρεία εξάπλωση στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, από τα βόρεια σύνορα με την Αλβανία, την ΠΓΔΜ και τη Βουλγαρία, έως τον Παρνασσό στα νότια. Παρόλο που η πυκνότητα του πληθυσμού είναι μάλλον χαμηλή, φαίνεται ότι καταλαμβάνει με ομοιόμορφο τρόπο τις κατάλληλες περιοχές. Το 1988 επιβεβαιώθηκε η παρουσία της μαυροτσικλιτάρας στην Κεφαλονιά, το μοναδικό νησί της Μεσογείου όπου απαντά το είδος. Στις νότιες περιοχές (Παρνασσός, Οίτη, Αίνος), εντοπίζεται αποκλειστικά σε ώριμα δάση κεφαλληνιακής ελάτης, ενώ στη βόρεια Ελλάδα εντοπίζεται και στα μικτά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων. Από πλευράς υψομέτρου, φθάνει από τα 800 έως πάνω από το δασοόριο. Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός εκτιμάται σε 1.000 - 2.000 ζευγάρια.
Καθεστώς προστασίας
Αν και παρατηρήθηκαν μειώσεις σε μερικές χώρες, κατά τη δεκαετία 1990 - 2000, οι περισσότεροι πληθυσμοί (περιλαμβανομένου του μεγάλου, ρωσικού πληθυσμού) είχαν σταθερές ή αυξητικές τάσεις. Συνεπώς, αξιολογείται ως ασφαλές είδος. Η μαυροτσικλιτάρα περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ και το κυνήγι της απαγορεύεται αυστηρά από το 1979.