Τα δάση στην Ελλάδα καλύπτουν περί τα 39 εκ. στρέμματα, που αντιστοιχούν περίπου στο 30% της έκτασης της χώρας. Η χώρα μας μπορεί να μην έχει μεγάλο ποσοστό δασοκάλυψης, σε σχέση με βόρειες χώρες, εμφανίζει όμως μεγάλη ποικιλία δασικών οικοσυστημάτων. Η μεγάλη αυτή ποικιλία οφείλεται στην πολύ πλούσια χλωρίδα, στην ποικιλία κλιματικών τύπων, από το καθαρό μεσογειακό έως το καθαρό ηπειρωτικό κλίμα, στην ορογραφική διαμόρφωση, καθώς η Ελλάδα είναι μια κατ’ εξοχήν ορεινή χώρα, με 42 κορυφές πάνω από τα 2.000 m, στη μεγάλη ποικιλία γεωλογικών σχηματισμών και πετρωμάτων, στην ποικιλία εδαφικών τύπων, στην ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη και τέλος στην οικονομική και κοινωνική δομή της χώρας.
Με την επίδραση όλων των ανωτέρω παραγόντων δημιουργούνται στη χώρα μας οι εξής βιοκλιματικές ζώνες δασικής βλάστησης (από χαμηλότερα προς μεγαλύτερα υψόμετρα): η μεσογειακή, η ανωμεσογειακή – υποηπειρωτική, η ζώνη των μεσογειακών ορεινών κωνοφόρων, η ηπειρωτική, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων. Επίσης, εμφανίζονται παρόχθια δάση, η παρουσία των οποίων δεν εξαρτάται στενά από τις κλιματικές συνθήκες αλλά από τη δίαιτα του νερού.
Μεσογειακή
Η ζώνη αυτή εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, έως τον Όλυμπο και τα Πιέρια Όρη, τα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου Πελάγους, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, τη χερσόνησο της Χαλκιδικής και κατά μήκος των ακτών της Μακεδονίας και της Θράκης. Το υψόμετρο στο οποίο συναντάται η ζώνη αυτή κυμαίνεται από 100-300 m στη βόρεια Ελλάδα και φθάνει έως τα 1.000-1.500 m στα όρη της Κρήτης.
Τα δάση της ζώνης αυτής διακρίνονται, γενικά σε δάση μεσογειακών κωνοφόρων (δάση αρκεύθων, χαλεπίου και τραχείας πεύκης, κουκουναριάς, κυπαρισσιού) και σε δάση ή θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων (δάση φοινίκων, δάση και θαμνώνες αγριελιάς, χαρουπιάς και σχίνου, δάση αριάς, κουμαριάς, δάφνης και ρεικιού, δάση και θαμνώνες πουρναριού). Στη ζώνη αυτή, λόγω του ήπιου κλίματος και της εύκολης πρόσβασης προς τις θαλάσσιες οδούς, αναπτύχθηκαν όλοι οι πρώιμοι και μεταγενέστεροι πολιτισμοί (Μινωικός, Μυκηναϊκός, Κυκλαδικός), αλλά και όλες οι μεγάλες πόλεις της χώρας μας (σχεδόν το 80% του πληθυσμού κατοικεί εδώ), με αποτέλεσμα την πρώιμη καταστροφή και υποβάθμιση των δασών της, η οποία συνεχίζεται έως και σήμερα.
Ανωμεσογειακή – υποηπειρωτική
Είναι μια ευρεία ζώνη φυλλοβόλων πλατύφυλλων, κυρίως δρυοδασών (δάση βελανιδιάς, βραχύφυλλης, μακεδονικής, χνοώδους, πλατύφυλλης, απόδισκης βαλκανικής, ευθύφλοιης και χνοώδους ποδισκοφόρου δρυός) αλλά και δασών καστανιάς. Τα δρυοδάση εκτείνονται στη λοφώδη, ημιορεινή και ορεινή περιοχή σε όλη την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα (Ήπειρο, Δυτική, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, Θράκη, Χαλκιδική, Θεσσαλία) καθώς και στη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, την Κρήτη και σε κάποια νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου. Τα δάση καστανιάς εκτείνονται σποραδικά σε όλη την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τη Λέσβο και την Κρήτη, ωστόσο οι κύριες θέσεις εξάπλωσης είναι το Πήλιο, την Όσσα, το Μαυροβούνι, το Άγιο Όρος, τη Βορειοανατολική Χαλκιδική, την Πίνδο, τον Κάτω Όλυμπο, τα Πιέρια Όρη, το Βέρμιο και σποραδικά σε όλη την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Εύβοια, τη Λέσβο και την Κρήτη.
Η Ελλάδα είναι κατ’ εξοχήν χώρα δρυοδασών αφού αυτά καταλαμβάνουν κάτι λιγότερο από 50% του συνόλου των δασών της χώρας μας. Τα δρυοδάση (δρυμώνες ή δρυμοί), έπαιξαν αλλά και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό οικονομικό, οικολογικό, αισθητικό, υδρολογικό, προστατευτικό και πολιτιστικό ρόλο. Ωστόσο, σήμερα, ελάχιστα δρυοδάση έοχυν απομείνει ως υψηλά δάση, αφού τα περισσότερα έχουν μετατραπεί σε χαμηλά πρεμνοφυή δάση εξαιτίας της εντατικής διαχείρισης στην οποία υπόκεινται.
Τα δάση καστανιάς, αν και καταλαμβάνουν μόνο το 1% της συνολικής έκτασης των δασών της χώρας, έχουν μεγάλη οικολογική αλλά και οικονομική αξία, αφού συγκαταλέγονται στα παραγωγικότερα δάση της χώρας μας. Υφίστανται διαχείριση ως πρεμνοφυή για την παραγωγή ξύλου και ως σπερμοφυή για την παραγωγή καρπών.
Μεσογειακά ορεινά κωνοφόρα
Πρόκειται για δάση κεφαλληνιακής και υβριδογενούς ελάτης, ελάτης του Αγίου Όρους, μαύρης πεύκης, δάση ή θαμνώνες ορεινών αρκεύθων - μαλόκεδρων (κάκοσμης, οξύκεδρης, υψηλής και κοινής αρκεύθου). Από τα ανωτέρω είδη, πολυτιμότατο για τη χώρα μας είναι η κεφαλληνιακή ελάτη, καθώς πρόκειται για καθαρά ενδημικό είδος. Είναι είδος με αρκετά μεγάλο, για ελάτη, εύρος ανοχής και δημιουργεί αμιγή δάση, από τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα, έως τον Παρνασσό, την Οίτη, τον Τυμφρηστό και την Οξιά, καθώς επίσης και στην Εύβοια και την Κεφαλονιά (Όρος Αίνος) από όπου πήρε και το όνομά της.
Ηπειρωτική
Βορειότερα και σε μεγαλύτερα υψόμετρα, το κλίμα γίνεται ορεινό μεσογειακό προς ηπειρωτικό και πλησιάζει εκείνο της Κεντρικής Ευρώπης. Οι χειμώνες γίνονται δριμύτεροι, τα καλοκαίρια δροσερότερα, το ύψος των βροχοπτώσεων αυξάνεται και κατανέμεται κανονικότερα, το χιόνι διαρκεί για κάποιους μήνες και η ξηρή περίοδος, χωρίς να εξαφανίζεται εντελώς, περιορίζεται σε 1-1,5 μήνες.
Εδώ απαντούν κυρίως τα δάση της οξιάς, αλλά και αυτά του ιτάμου και του αρκουδοπούρναρου.
Η οξιά αποτελεί ένα από τα κυριότερα δασοπονικά είδη της Ευρώπης. Στη χώρα μας εμφανίζει μία ασυνεχή εξάπλωση στις ανατολικές, βορειοανατολικές, βόρειες και βορειοδυτικές πλαγιές, σε μικρές ή μεγαλύτερες νησίδες. Εμφανίζεται σε τέσσερις κυρίως περιοχές: στις οροσειρές της Βόρειας Ελλάδας (Γράμμος, Βόιο, Βέρνο, Βαρνούντας, Βόρας, Πάικο, Μπέλες, Όρβηλος, Βροντού, Φαλακρό, Κερδύλια, Παγγαίο, Ροδόπη), στην Κεντρική και Βορειοανατολική Χαλκιδική (Χολομώντας, Στρατονικό) και στη χερσόνησο του Αγίου Όρους, στις οροσειρές της Ανατολικής Ελλάδας (Πήλιο, Μαυροβούνι, Όσσα, Κάτω Όλυμπος, Όλυμπος, Τίταρος, Πιέρια, Βέρμιο) και στην οροσειρά της Νότιας και Βόρειας Πίνδου. Νοτιότερο άκρο των δασών οξιάς είναι το όρος Γραμμένη οξιά στα Βαρδούσια και ανατολικότερο, οι τρεις βρύσες του Δέρειου στον Έβρο. Δημιουργεί συνήθως υψηλά δάση αμιγή ή μικτά με άλλα είδη και σπανιότερα (στο Πήλιο, στη Χαλκιδική κ.λπ.) πρεμνοφυή χαμηλά δάση. Τα αμιγή ή μικτά δάση οξιάς είναι παραγωγικότατα με μεγάλη οικονομική, αλλά και αισθητική αξία. Από οικολογική άποψη, τα δάση οξιάς φιλοξενούν μία πλούσια βιοποικιλότητα.
Ο ίταμος εμφανίζεται σποραδικά στην Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, σπάνια στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη κ.λπ. Είναι το ανθεκτικότερο στη σκιά δασικό είδος της Ελλάδας και αναπτύσσεται σε υγρά και δροσερά εδάφη, δημιουργώντας αμιγείς συστάδες, στον υπόροφο και μεσώροφο δασών οξιάς, υβριδογενούς ελάτης και σπανιότερα μαύρης πεύκης. Ο ίταμος αναπτύσσεται αργά (βραδυαυξής) αλλά είναι ένα από τα μακροβιότερα δασικά είδη αφού ζει περισσότερα από 2.000 έτη.
Το αρκουδοπούρναρο εμφανίζεται συνήθως σε θαμνώδη μορφή στα βουνά της ηπειρωτικής χώρας, στα Ιόνια νησιά, τη Βορειοανατολική Χαλκιδική, το Άγιο Όρος, την Εύβοια, τη Θάσο και αλλού. Συνήθως εμφανίζεται σποραδικά σε υγρές και βορινές πλαγιές, σε δάση οξιάς, ελάτης και καστανιάς. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες (π.χ. Κάτω Όλυμπος -περιοχή Καλλιπεύκης, Ευρυτανία, Εύβοια). Χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό και τα καρποφόρα κλαδιά του αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του στολισμού των Χριστουγέννων.
Ψυχρόβια κωνοφόρα
Στη χώρα μας, η ζώνη αυτή εμφανίζεται μόνο στις υψηλές οροσειρές της Βόρειας Ελλάδας (Βόρεια Πίνδος, Όλυμπος, Πιέρια, Βέρμιο, Βόρας, Όρβηλος, Ροδόπη). Εκεί κυριαρχούν τα ονομαζόμενα «ψυχρόβια» είδη, όπως είναι η ερυθρελάτη, η δασική πεύκη, η λευκόδερμη πεύκη, η πενταβέλονη πεύκη, η σημύδα και η τρέμουσα λεύκη (αγριόλευκα). Τα είδη αυτά είναι προσαρμοσμένα σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και σε σχετικά μικρή βλαστητική περίοδο.
Παρόχθια δάση
Εμφανίζονται κυρίως κατά μήκος των όχθεων ποταμών ή λιμνών, σε αμμώδη εδάφη με υψηλή στάθμη υπόγειων υδάτων και περιοδική κατάκλυση μεγάλης διάρκειας (δάση ιτιάς, λεύκας, σκλήθρας) ή σε κάποια απόσταση από τις όχθες, σε βαρύτερα εδάφη, με χαμηλότερη και κυμαινόμενη στάθμη υπόγειων υδάτων και περιοδική κατάκλυση μικρότερης διάρκειας (δάση δρυός, φράξου, φτελιάς).